διονυσιακός: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(Bailly1_2)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=διονυσιακός
|Medium diacritics=διονυσιακός
|Low diacritics=διονυσιακός
|Capitals=ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΟΣ
|Transliteration A=dionysiakós
|Transliteration B=dionysiakos
|Transliteration C=dionysiakos
|Beta Code=dionusiako/s
|Definition=ή, όν, [[belonging to the Dionysia]] or [[to Dionysus]], Δ. [[θέατρον]] Th. 8.93; [[ἀγών]] Arist. ''Rh.'' 1416a32, cf. ''Pol.'' 1323a2; [[Διονυσιακά]], τά, [[poems on the legend of Bacchus]], e.g. by Nonnus; [[διονυσιακόν]], τό, prob., = [[διονύσιον]], Gal. 12.423.
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne Dionysos <i>ou</i> les Dionysies.<br />'''Étymologie:''' [[Διόνυσος]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne Dionysos <i>ou</i> les Dionysies.<br />'''Étymologie:''' [[Διόνυσος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διονυσιακός]], -ή, -όν) [[Διονύσια]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Διόνυσο ή στα [[Διονύσια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ενθουσιώδης]], [[οργιαστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Διονυσιακά</i><br />επικά ποιήματα με θέματα από τη [[μυθολογία]] του Διονύσου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>διονυσιακόν</i><br /><i>ο</i> [[καρπός]] του κισσού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «διονυσιακοὶ τεχνῖται» — οι καλλιτέχνες που μετέχουν στις διονυσιακές γιορτές.
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διονυσιακός Medium diacritics: διονυσιακός Low diacritics: διονυσιακός Capitals: ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΟΣ
Transliteration A: dionysiakós Transliteration B: dionysiakos Transliteration C: dionysiakos Beta Code: dionusiako/s

English (LSJ)

ή, όν, belonging to the Dionysia or to Dionysus, Δ. θέατρον Th. 8.93; ἀγών Arist. Rh. 1416a32, cf. Pol. 1323a2; Διονυσιακά, τά, poems on the legend of Bacchus, e.g. by Nonnus; διονυσιακόν, τό, prob., = διονύσιον, Gal. 12.423.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne Dionysos ou les Dionysies.
Étymologie: Διόνυσος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διονυσιακός, -ή, -όν) Διονύσια
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Διόνυσο ή στα Διονύσια
νεοελλ.
ενθουσιώδης, οργιαστικός
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Διονυσιακά
επικά ποιήματα με θέματα από τη μυθολογία του Διονύσου
2. το ουδ. εν. ως ουσ. διονυσιακόν
ο καρπός του κισσού
3. φρ. «διονυσιακοὶ τεχνῖται» — οι καλλιτέχνες που μετέχουν στις διονυσιακές γιορτές.