ἀνθρακεύω: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(Bailly1_1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anthrakeyo | |Transliteration C=anthrakeyo | ||
|Beta Code=a)nqrakeu/w | |Beta Code=a)nqrakeu/w | ||
|Definition=<span class=" | |Definition=<span class="bld">A</span> [[make charcoal]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.3.1, cf. Poll.7.146; τὰ ἀνθρακευόμενα [[charcoal]], Antig.''Mir.''136.<br><span class="bld">2</span> [[burn to a cinder]], ἀ. τινὰ πυρί Ar.''Lys.''340. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[carbonear]] Thphr.<i>HP</i> 9.3.1, Poll.7.146, τὰ ἀνθρακευόμενα carbón</i> Antig.<i>Mir</i>.136.<br /><b class="num">2</b> [[hacer arder]] πυρὶ ... τὰς μυσαρὰς γυναῖκας Ar.<i>Lys</i>.340. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0233.png Seite 233]] Kohlen brennen, Köhler sein, Sp.; γυναῖκας πυρί, Ar. Lys. 340. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0233.png Seite 233]] Kohlen brennen, Köhler sein, Sp.; γυναῖκας πυρί, Ar. Lys. 340. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[brûler avec du charbon]], [[faire griller]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνθρακεύς]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνθρᾰκεύω:''' [[превращать в уголь]], [[медленно сжигать]] (τινὰ πυρί Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθρᾰκεύω''': [[κάμνω]] ἄνθρακας, φαῦλον δὲ καὶ εἰς τὸ καίειν καὶ ἀνθρακεύειν Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 3. 8, 5, καὶ 9. 3, 1, πρβλ. καὶ | |lstext='''ἀνθρᾰκεύω''': [[κάμνω]] ἄνθρακας, φαῦλον δὲ καὶ εἰς τὸ καίειν καὶ ἀνθρακεύειν Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 3. 8, 5, καὶ 9. 3, 1, πρβλ. καὶ Πολυδ. 7. 146· «τούτους δὲ (τοὺς ἀνθρακώδεις λίθους) πᾶν [[τοὐναντίον]] πάσχειν τοῖς ἐκ τῶν ξύλων ἀνθρακευομένοις» Ἀντιγ. Καρύστ. 151. 2) [[καίω]] τι ἕως οὗ ἀνθρακωθῇ, ὡς πυρὶ χρὴ τὰς μεσαρὰς γυναῖκας ἀνθρακεύειν Ἀριστοφ. Λυσ. 340. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=(Α [[ἀνθρακεύω]])<br />[[παρασκευάζω]] ξυλάνθρακες<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για πλοία ή ατμομηχανές) [[προμηθεύομαι]] κάρβουνα<br /><b>αρχ.</b><br />[[καίω]] [[κάτι]] ώσπου να γίνει [[κάρβουνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[τύπος]] <span style="color: red;"><</span> [[ανθρακεύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανθρακευτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανθράκευση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθρακευτός]]. <i>Η</i> λ. μαρτυρείται από το 1889 στο <i>Ελληνογαλλικό Λεξικό</i> του Νικόλαου Κοντόπουλου ([[κατά]] το [[υδρεύω]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:47, 25 August 2023
English (LSJ)
A make charcoal, Thphr. HP 9.3.1, cf. Poll.7.146; τὰ ἀνθρακευόμενα charcoal, Antig.Mir.136.
2 burn to a cinder, ἀ. τινὰ πυρί Ar.Lys.340.
Spanish (DGE)
1 carbonear Thphr.HP 9.3.1, Poll.7.146, τὰ ἀνθρακευόμενα carbón Antig.Mir.136.
2 hacer arder πυρὶ ... τὰς μυσαρὰς γυναῖκας Ar.Lys.340.
German (Pape)
[Seite 233] Kohlen brennen, Köhler sein, Sp.; γυναῖκας πυρί, Ar. Lys. 340.
French (Bailly abrégé)
brûler avec du charbon, faire griller.
Étymologie: ἀνθρακεύς.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρᾰκεύω: превращать в уголь, медленно сжигать (τινὰ πυρί Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρᾰκεύω: κάμνω ἄνθρακας, φαῦλον δὲ καὶ εἰς τὸ καίειν καὶ ἀνθρακεύειν Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 3. 8, 5, καὶ 9. 3, 1, πρβλ. καὶ Πολυδ. 7. 146· «τούτους δὲ (τοὺς ἀνθρακώδεις λίθους) πᾶν τοὐναντίον πάσχειν τοῖς ἐκ τῶν ξύλων ἀνθρακευομένοις» Ἀντιγ. Καρύστ. 151. 2) καίω τι ἕως οὗ ἀνθρακωθῇ, ὡς πυρὶ χρὴ τὰς μεσαρὰς γυναῖκας ἀνθρακεύειν Ἀριστοφ. Λυσ. 340.
Greek Monolingual
(Α ἀνθρακεύω)
παρασκευάζω ξυλάνθρακες
νεοελλ.
(για πλοία ή ατμομηχανές) προμηθεύομαι κάρβουνα
αρχ.
καίω κάτι ώσπου να γίνει κάρβουνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος < ανθρακεύς.
ΠΑΡ. ανθρακευτής
νεοελλ.
ανθράκευση
αρχ.
ανθρακευτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Νικόλαου Κοντόπουλου (κατά το υδρεύω)].