υδρεύω
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
Greek Monolingual
ὑδρεύω, ΝΜΑ
(κυρίως μεσ.) υδρεύομαι
προμηθεύομαι νερό για τις ανάγκες μου, εφοδιάζομαι με νερό
αρχ.
ενεργ.
1. αντλώ ή κουβαλώ, μεταφέρω νερό («κούρῃ δὲ ξύμβλητο πρὸ ἄστεος ὑδρευούσῇ», Ομ. Οδ.)
2. αρδεύω, ποτίζω («δεῖ δ' ὑδρεύειν εὖ μάλα κατὰ τῆς κόπρου», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ- του ὕδωρ + κατάλ. -εύω].