ἔκδρομος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
(Bailly1_2)
(CSV import)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekdromos
|Transliteration C=ekdromos
|Beta Code=e)/kdromos
|Beta Code=e)/kdromos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one that runs out :</b> ἔκδρομοι <b class="b2">skirmishers</b>, <span class="bibl">Th.4.125</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.5.16</span>.</span>
|Definition=ὁ, one that runs out: ἔκδρομοι [[skirmishers]], Th.4.125, X.''HG''4.5.16.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ milit. [[tropa de choque]] en constr. pred. ἐκδρόμους δὲ, εἴ πῃ προσβάλλοιεν αὐτοῖς, ἔταξε τοὺς νεωτάτους Th.4.125, οἱ ἱππεῖς ... σὺν τοῖς ἐκδρόμοις ἰσομέτωποι καὶ ἐδίωκον καὶ ἐπέστρεφον X.<i>HG</i> 4.5.16, ἐκπέμποντες δ' ἱππέας ἐκδρόμους D.C.47.36.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0758.png Seite 758]] ὁ, der Ausläufer, bes. der aus der Schlachtreihe heraus gegen den Feind vorrückt, Thuc. 4, 125 Xen. Hell. 4, 5, 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0758.png Seite 758]] ὁ, der Ausläufer, bes. der aus der Schlachtreihe heraus gegen den Feind vorrückt, Thuc. 4, 125 Xen. Hell. 4, 5, 16.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui court hors de : οἱ ἔκδρομοι soldats qui sortent des rangs pour harceler l'ennemi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκδραμεῖν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκδρομος''': ὁ, ὁ ἐκθέων, ἐξερχόμενος δρομαίως, ἔκδρομοι, στρατιῶται ἐκθέοντες, ἐξορμῶντες ἐκ τῶν τάξεων, ἀκροβολισταί, Θουκ. 4. 125, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 16.
|lstext='''ἔκδρομος''': ὁ, ὁ ἐκθέων, ἐξερχόμενος δρομαίως, ἔκδρομοι, στρατιῶται ἐκθέοντες, ἐξορμῶντες ἐκ τῶν τάξεων, ἀκροβολισταί, Θουκ. 4. 125, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 16.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />qui court hors de : [[οἱ]] ἔκδρομοι soldats qui sortent des rangs pour harceler l’ennemi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκδραμεῖν]].
|mltxt=[[ἔκδρομος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βγαίνει έξω τρέχοντας<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἔκδρομοι</i><br />οι στρατιώτες που ξεφεύγουν από τις τάξεις τους και ορμούν στον εχθρό, οι ακροβολιστές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔκδρομος:''' ὁ, αυτός που ορμά έξω από τις γραμμές, [[ακροβολιστής]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἔκδρομος]], ὁ, [from ἐκδρᾰμεῖν, aor2 inf. of [[ἐκτρέχω]]<br />one that sallies out from the ranks, a [[skirmisher]], Thuc., Xen.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[excursor]]'', [[skirmisher]], [[scout]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.125.3/ 4.125.3].
}}
}}

Latest revision as of 14:01, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκδρομος Medium diacritics: ἔκδρομος Low diacritics: έκδρομος Capitals: ΕΚΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: ékdromos Transliteration B: ekdromos Transliteration C: ekdromos Beta Code: e)/kdromos

English (LSJ)

ὁ, one that runs out: ἔκδρομοι skirmishers, Th.4.125, X.HG4.5.16.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ milit. tropa de choque en constr. pred. ἐκδρόμους δὲ, εἴ πῃ προσβάλλοιεν αὐτοῖς, ἔταξε τοὺς νεωτάτους Th.4.125, οἱ ἱππεῖς ... σὺν τοῖς ἐκδρόμοις ἰσομέτωποι καὶ ἐδίωκον καὶ ἐπέστρεφον X.HG 4.5.16, ἐκπέμποντες δ' ἱππέας ἐκδρόμους D.C.47.36.2.

German (Pape)

[Seite 758] ὁ, der Ausläufer, bes. der aus der Schlachtreihe heraus gegen den Feind vorrückt, Thuc. 4, 125 Xen. Hell. 4, 5, 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court hors de : οἱ ἔκδρομοι soldats qui sortent des rangs pour harceler l'ennemi.
Étymologie: ἐκδραμεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκδρομος: ὁ, ὁ ἐκθέων, ἐξερχόμενος δρομαίως, ἔκδρομοι, στρατιῶται ἐκθέοντες, ἐξορμῶντες ἐκ τῶν τάξεων, ἀκροβολισταί, Θουκ. 4. 125, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 16.

Greek Monolingual

ἔκδρομος, ο (Α)
1. αυτός που βγαίνει έξω τρέχοντας
2. στον πληθ. οἱ ἔκδρομοι
οι στρατιώτες που ξεφεύγουν από τις τάξεις τους και ορμούν στον εχθρό, οι ακροβολιστές.

Greek Monotonic

ἔκδρομος: ὁ, αυτός που ορμά έξω από τις γραμμές, ακροβολιστής, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell

ἔκδρομος, ὁ, [from ἐκδρᾰμεῖν, aor2 inf. of ἐκτρέχω
one that sallies out from the ranks, a skirmisher, Thuc., Xen.

Lexicon Thucydideum

excursor, skirmisher, scout, 4.125.3.