κοπτός: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(Bailly1_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koptos | |Transliteration C=koptos | ||
|Beta Code=kopto/s | |Beta Code=kopto/s | ||
|Definition= | |Definition=κοπτή, κοπτόν,<br><span class="bld">A</span> [[chopped small]] or [[pounded]], ἰσχάς Cratin.371; τυρός Antiph.133.8.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">κοπτὴ σησαμίς</b>, a cake of [[pounded]] sesame, Artem.1.72 codd.; [[κοπτή]] alone in this sense, Sopat.17, ''AP''12.212 (Strat.), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''113.31 (ii A. D.), Alex.Trall.1.15.<br><span class="bld">2</span> κοπτή, ἡ, [[lozenge]], [[pastille]], Dsc.2.103, Archig. ap. Orib.8.46.8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[meurtri]].<br />'''Étymologie:''' [[κόπτω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοπτός''': -ή, -όν, κεκομμένος εἰς μικρὰ τεμάχια ἢ κοπανισμένος πρβλ. [[κόπτω]] Ι. 8), ἰσχὰς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 112· τυρὸς Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωψι» 2. 8. ΙΙ. κοπτὴ [[σησαμίς]], [[πλακοῦς]] ἐκ κοπανισμένου σησάμου, Ἀρτεμίδ. 1. 72· καὶ κοπτὴ μόνον, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 649Α, Ἀνθ. Π. 12. 212. 2) [[φάρμακον]] κοπανισμένον, Γαλην. | |lstext='''κοπτός''': -ή, -όν, κεκομμένος εἰς μικρὰ τεμάχια ἢ κοπανισμένος πρβλ. [[κόπτω]] Ι. 8), ἰσχὰς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 112· τυρὸς Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωψι» 2. 8. ΙΙ. κοπτὴ [[σησαμίς]], [[πλακοῦς]] ἐκ κοπανισμένου σησάμου, Ἀρτεμίδ. 1. 72· καὶ κοπτὴ μόνον, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 649Α, Ἀνθ. Π. 12. 212. 2) [[φάρμακον]] κοπανισμένον, Γαλην. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[κοπτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κοφτός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κοπτός:''' -ή, -όν, κομμένος σε μικρά κομμάτια, τεμαχισμένος· [[κοπτή]], <i>ἡ</i>, πλακούντας από κοπανισμένο [[σουσάμι]], σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κοπτός]], ή, όν<br />chopped [[small]]: [[κοπτή]], ἡ, a [[cake]] of pounded [[sesame]], Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:28, 25 August 2023
English (LSJ)
κοπτή, κοπτόν,
A chopped small or pounded, ἰσχάς Cratin.371; τυρός Antiph.133.8.
II κοπτὴ σησαμίς, a cake of pounded sesame, Artem.1.72 codd.; κοπτή alone in this sense, Sopat.17, AP12.212 (Strat.), POxy.113.31 (ii A. D.), Alex.Trall.1.15.
2 κοπτή, ἡ, lozenge, pastille, Dsc.2.103, Archig. ap. Orib.8.46.8.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
meurtri.
Étymologie: κόπτω.
Greek (Liddell-Scott)
κοπτός: -ή, -όν, κεκομμένος εἰς μικρὰ τεμάχια ἢ κοπανισμένος πρβλ. κόπτω Ι. 8), ἰσχὰς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 112· τυρὸς Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωψι» 2. 8. ΙΙ. κοπτὴ σησαμίς, πλακοῦς ἐκ κοπανισμένου σησάμου, Ἀρτεμίδ. 1. 72· καὶ κοπτὴ μόνον, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 649Α, Ἀνθ. Π. 12. 212. 2) φάρμακον κοπανισμένον, Γαλην.
Greek Monolingual
κοπτός, -ή, -όν (Α)
βλ. κοφτός.
Greek Monotonic
κοπτός: -ή, -όν, κομμένος σε μικρά κομμάτια, τεμαχισμένος· κοπτή, ἡ, πλακούντας από κοπανισμένο σουσάμι, σε Ανθ.
Middle Liddell
κοπτός, ή, όν
chopped small: κοπτή, ἡ, a cake of pounded sesame, Anth.