φιλομμειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld

Menander, Monostichoi, 143
(Bailly1_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filommeidis
|Transliteration C=filommeidis
|Beta Code=filommeidh/s
|Beta Code=filommeidh/s
|Definition=ές, poet. for <b class="b3">φιλομειδής</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">laughter-loving</b>, epith. of Aphrodite, <span class="bibl">Od.8.362</span>, <span class="bibl">Il.3.424</span>, Cypr.<span class="title">Fr.</span>5, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>989</span>; <b class="b3">Γλαυκονόμη φ</b>. ib.<span class="bibl">256</span>; μήτε φ. μάλα γίγνεο Naumach. ap. Stob.4.23.7: of Dionysus, <span class="title">AP</span>9.524.22, in the form <b class="b3">φιλομειδής</b> also found in prose, <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>24</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Im.</span>8</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span> 2.3</span>. Cf.sq.</span>
|Definition=φιλομμειδές, ''poet.'' for [[φιλομειδής]], [[laughter-loving]], [[epithet]] of Aphrodite, Od.8.362, Il.3.424, Cypr.''Fr.''5, Hes.''Th.''989; <b class="b3">Γλαυκονόμη φ.</b> ib.256; μήτε φ. μάλα γίγνεο Naumach. ap. Stob.4.23.7: of [[Dionysus]], ''AP''9.524.22, in the form [[φιλομειδής]] also found in prose, Corn.''ND''24, Luc.''Im.''8, Aret.''CA'' 2.3. Cf. [[φιλομειδής]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1282.png Seite 1282]] ές, poet. statt [[φιλομειδής]], w. m. s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1282.png Seite 1282]] ές, poet. statt [[φιλομειδής]], w. m. s.
}}
{{bailly
|btext=<i>poét. c.</i> [[φιλομειδής]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλομμειδής:''' Hom. и [[φιλομμηδής]] 2 Hes. = [[φιλομειδής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλομμειδής''': -ές, ποιητ. ἀντὶ [[φιλομειδής]], ὁ ἀγαπῶν τὸ [[μειδίαμα]], ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὀδ. Θ. 362, Ἰλ. Γ. 424, κλπ., καὶ Ἡσ. ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀνθ., κλπ.· ― ὁ [[τύπος]] φιλομειδὴς εὕρηται ἐν Λουκ. Εἰκ. 8, Ἀνθ. Παλατ. 9. 524. ― Πρβλ. τὸ ἑπόμ.
|lstext='''φῐλομμειδής''': -ές, ποιητ. ἀντὶ [[φιλομειδής]], ὁ ἀγαπῶν τὸ [[μειδίαμα]], ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὀδ. Θ. 362, Ἰλ. Γ. 424, κλπ., καὶ Ἡσ. ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀνθ., κλπ.· ― ὁ [[τύπος]] φιλομειδὴς εὕρηται ἐν Λουκ. Εἰκ. 8, Ἀνθ. Παλατ. 9. 524. ― Πρβλ. τὸ ἑπόμ.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=<i>poét. c.</i> [[φιλομειδής]].
|mltxt=-ές, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[φιλομειδής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλομμειδής:''' -ές, ποιητ. αντί [[φιλο-]]μειδής ([[μειδάω]]), αυτός που αγαπά το [[χαμόγελο]], επίθ. της Αφροδίτης, σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλομ-μειδής, ές [poetic for [[φιλομειδής]] [[μειδάω]]<br />[[laughter]]-[[loving]], [[epithet]] of [[Aphrodite]], Hom., Hes.
}}
}}

Latest revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλομμειδής Medium diacritics: φιλομμειδής Low diacritics: φιλομμειδής Capitals: ΦΙΛΟΜΜΕΙΔΗΣ
Transliteration A: philommeidḗs Transliteration B: philommeidēs Transliteration C: filommeidis Beta Code: filommeidh/s

English (LSJ)

φιλομμειδές, poet. for φιλομειδής, laughter-loving, epithet of Aphrodite, Od.8.362, Il.3.424, Cypr.Fr.5, Hes.Th.989; Γλαυκονόμη φ. ib.256; μήτε φ. μάλα γίγνεο Naumach. ap. Stob.4.23.7: of Dionysus, AP9.524.22, in the form φιλομειδής also found in prose, Corn.ND24, Luc.Im.8, Aret.CA 2.3. Cf. φιλομειδής.

German (Pape)

[Seite 1282] ές, poet. statt φιλομειδής, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

poét. c. φιλομειδής.

Russian (Dvoretsky)

φιλομμειδής: Hom. и φιλομμηδής 2 Hes. = φιλομειδής.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλομμειδής: -ές, ποιητ. ἀντὶ φιλομειδής, ὁ ἀγαπῶν τὸ μειδίαμα, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὀδ. Θ. 362, Ἰλ. Γ. 424, κλπ., καὶ Ἡσ. ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀνθ., κλπ.· ― ὁ τύπος φιλομειδὴς εὕρηται ἐν Λουκ. Εἰκ. 8, Ἀνθ. Παλατ. 9. 524. ― Πρβλ. τὸ ἑπόμ.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) βλ. φιλομειδής.

Greek Monotonic

φῐλομμειδής: -ές, ποιητ. αντί φιλο-μειδής (μειδάω), αυτός που αγαπά το χαμόγελο, επίθ. της Αφροδίτης, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Middle Liddell

φῐλομ-μειδής, ές [poetic for φιλομειδής μειδάω
laughter-loving, epithet of Aphrodite, Hom., Hes.