Καλλιόπη: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=Kalliopē | |Transliteration B=Kalliopē | ||
|Transliteration C=Kalliopi | |Transliteration C=Kalliopi | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*kallio/ph | ||
|Definition=ἡ, (ὄψ) | |Definition=ἡ, (ὄψ) [[Calliope]], [[the beautiful-voiced]], name of the Epic Muse, Hes.''Th.''79, ''h.Hom.''31.2, Sapph.82, etc.; <b class="b3">ἡμετέρη Κ.</b> my ''Muse'', Call.''Aet.''3.1.77:—also [[Καλλιόπεια]], ''AP''4.3b.61 (Agath.): as adjective, <b class="b3">κούρᾳ καλλιόπᾳ</b>, of Echo, Theoc.''Syrinx''19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />Calliope, <i>Muse de l'épopée</i>.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ὄψ]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=Καλλιόπη -ης, ἡ, Dor. Καλλιόπα, Calliope (muze); als adj. f. met fraaie stem:. κούρᾳ καλλιόπᾳ voor het meisje met de fraaie stem (Echo) Theocr. Syr. 19. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Καλλιόπη:''' дор. [[Καλλιόπα]] ἡ [[Каллиопа]] (муза эпической поэзии) HH, Hes. etc. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Καλλιόπη:''' ἡ (ὄψ), η [[Καλλιόπη]], η καλλίφωνη, η πρώτη από τις [[εννέα]] Μούσες, η Μούσα της Επικής Ποίησης, σε Ησίοδ., Ομηρ. Ύμν.· επίσης, Καλλιόπεια, σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''Καλλιόπη''': ἡ (ἐκ τοῦ ὄψ, ἡ καλὴν ἔχουσα φωνὴν) ἡ πρώτη τῶν Μουσῶν κατὰ Ἀπολλόδωρον, πρώτην Καλλιόπην, [[εἶτα]] Κλειὼ κτλ. Ἀπολλόδ. 1, 3, 2· ἡ Ἐπικὴ [[Μοῦσα]], ἡ ἐξέχουσα πασῶν τῶν ἄλλων Μουσῶν, [[Καλλιόπη]] θ’· ἣ δὴ προφερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων Ἡσ. Θεογ. 79, Ὁμ. 79, Ὁμ. Ὕμν. 31. 2· - Καλλιόπεια, Ἀγαθ. Προοίμ. Ἀνθ. Π. 107· - ὡς ἀπίθ., κούρᾳ καλλιόπᾳ, ἐπὶ τῆς Ἠχοῦς, Θεόκρ. Fist. 19. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Καλλι-όπη, ἡ, [ὄψ]<br />[[Calliope]], the [[beautiful]]-voiced, [[chief]] of the [[nine]] Muses, the epic [[Muse]], Hes., Hhymn.: also Καλλιόπεια, Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, (ὄψ) Calliope, the beautiful-voiced, name of the Epic Muse, Hes.Th.79, h.Hom.31.2, Sapph.82, etc.; ἡμετέρη Κ. my Muse, Call.Aet.3.1.77:—also Καλλιόπεια, AP4.3b.61 (Agath.): as adjective, κούρᾳ καλλιόπᾳ, of Echo, Theoc.Syrinx19.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
Calliope, Muse de l'épopée.
Étymologie: καλός, ὄψ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Καλλιόπη -ης, ἡ, Dor. Καλλιόπα, Calliope (muze); als adj. f. met fraaie stem:. κούρᾳ καλλιόπᾳ voor het meisje met de fraaie stem (Echo) Theocr. Syr. 19.
Russian (Dvoretsky)
Καλλιόπη: дор. Καλλιόπα ἡ Каллиопа (муза эпической поэзии) HH, Hes. etc.
Greek Monotonic
Καλλιόπη: ἡ (ὄψ), η Καλλιόπη, η καλλίφωνη, η πρώτη από τις εννέα Μούσες, η Μούσα της Επικής Ποίησης, σε Ησίοδ., Ομηρ. Ύμν.· επίσης, Καλλιόπεια, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
Καλλιόπη: ἡ (ἐκ τοῦ ὄψ, ἡ καλὴν ἔχουσα φωνὴν) ἡ πρώτη τῶν Μουσῶν κατὰ Ἀπολλόδωρον, πρώτην Καλλιόπην, εἶτα Κλειὼ κτλ. Ἀπολλόδ. 1, 3, 2· ἡ Ἐπικὴ Μοῦσα, ἡ ἐξέχουσα πασῶν τῶν ἄλλων Μουσῶν, Καλλιόπη θ’· ἣ δὴ προφερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων Ἡσ. Θεογ. 79, Ὁμ. 79, Ὁμ. Ὕμν. 31. 2· - Καλλιόπεια, Ἀγαθ. Προοίμ. Ἀνθ. Π. 107· - ὡς ἀπίθ., κούρᾳ καλλιόπᾳ, ἐπὶ τῆς Ἠχοῦς, Θεόκρ. Fist. 19.
Middle Liddell
Καλλι-όπη, ἡ, [ὄψ]
Calliope, the beautiful-voiced, chief of the nine Muses, the epic Muse, Hes., Hhymn.: also Καλλιόπεια, Anth.