κάρθρα: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(7)
 
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=karthra
|Transliteration C=karthra
|Beta Code=ka/rqra
|Beta Code=ka/rqra
|Definition=τά, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wages for clipping</b> or <b class="b2">shearing</b>, Edict.Diocl.7.20; cf. <b class="b3">κάρτρα</b>.</span>
|Definition=τά, [[wages for clipping]] or [[shearing]], Edict.Diocl.7.20; cf. [[κάρτρα]].
}}
{{ls
|lstext='''κάρθρα''': τά, ([[κείρω]]) μισθὸς κουρᾶς προβάτων, «κουρευτικά», Ἐπιγρ. Λεβαδείας τῶν χρόνων Διοκλητιανοῦ ἐν Mitth. d. d. arch. Inst. V. σ. 70.
}}
{{grml
|mltxt=[[κάρθρα]], τὰ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> [[αμοιβή]], [[μισθός]] [[κουράς]] προβάτων, κουρευτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κείρω]] «[[κουρεύω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>θρον</i> ([[πρβλ]]. [[βάθρον]], [[έλκηθρον]]). Εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του ρηματ. θ. όπως το ρηματ. επίθ. <i>καρ</i>-<i>τός</i>, ο παρακμ. <i>κέ</i>-<i>καρ</i>-<i>μαι</i> κ.λπ.].
}}
}}

Latest revision as of 00:10, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρθρα Medium diacritics: κάρθρα Low diacritics: κάρθρα Capitals: ΚΑΡΘΡΑ
Transliteration A: kárthra Transliteration B: karthra Transliteration C: karthra Beta Code: ka/rqra

English (LSJ)

τά, wages for clipping or shearing, Edict.Diocl.7.20; cf. κάρτρα.

Greek (Liddell-Scott)

κάρθρα: τά, (κείρω) μισθὸς κουρᾶς προβάτων, «κουρευτικά», Ἐπιγρ. Λεβαδείας τῶν χρόνων Διοκλητιανοῦ ἐν Mitth. d. d. arch. Inst. V. σ. 70.

Greek Monolingual

κάρθρα, τὰ (Α)
επιγρ. αμοιβή, μισθός κουράς προβάτων, κουρευτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κείρω «κουρεύω» + κατάλ. -θρον (πρβλ. βάθρον, έλκηθρον). Εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα του ρηματ. θ. όπως το ρηματ. επίθ. καρ-τός, ο παρακμ. κέ-καρ-μαι κ.λπ.].