οἰνοχοεύω: Difference between revisions

From LSJ

δύστανοι καὶ πολύμοχθοι ματέρες Ἅιδᾳ τίκτουσαι τέκναwretched and much-enduring mothers, giving birth to children for Hades

Source
(Bailly1_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oinochoeyo
|Transliteration C=oinochoeyo
|Beta Code=oi)noxoeu/w
|Beta Code=oi)noxoeu/w
|Definition=<span class="bibl">Od.21.142</span> ; part. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -εύων <span class="bibl">1.143</span> ; inf. -εύειν <span class="bibl">Il.2.127</span>,<span class="bibl">20.234</span> : but Hom. forms obl. tenses from οἰνοχο-χοέω, Ep. 3sg. impf. οἰνοχόει <span class="bibl">Od.15.141</span>, ἐῳνοχόει <span class="bibl">Il.4.3</span> : aor. inf. οἰνοχοῆσαι <span class="bibl">Od.15.323</span>, Sapph.51.2 : later in pres., <span class="bibl">Pherecr.70.5</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.3.8</span>, <span class="bibl">Ph.2.479</span> ; part. -οοῦσα <span class="title">IG</span>22.1514.32, Aeol. -όεισα Sapph.5 (<b class="b3">-οεῦσα</b> codd. Ath.) : fut. <b class="b3">-ήσω</b> X.l.c. :—Med. -οούμενοι <span class="bibl">Ph.1.353</span> :—<b class="b2">pour out wine for drinking</b>, abs., <span class="bibl">Od.15.141</span>,<span class="bibl">323</span>, etc. ; Διὶ οἰ. <span class="bibl">Il.20.234</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> c. acc., <b class="b3">νέκταρ ἐῳνοχόει</b> she <b class="b2">was pouring out</b> nectar, <span class="bibl">4.3</span> ; θεοῖς ἐνδέξια . . οἰνοχόει . . νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος ἀφύσσων <span class="bibl">Il.1.598</span> : metaph., ἄκρατον τοῖς πολίταις ἐλευθερίαν οἰ. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>7</span> ; ὕμνους <span class="bibl">Dionys.Eleg.4.1</span> :—Pass., οἰνοχοεῖται ἐπινίκια Plu.2.349f. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b3">τὴν Κασταλίαν οἰνοχοῆσαι</b> <b class="b2">cause</b> Castaly <b class="b2">to run with wine</b>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>6.10</span> ; <b class="b3">κρήνην -ήσας</b> <b class="b2">mixing</b> spring-water <b class="b2">with wine</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Im.</span>1.22</span>.</span>
|Definition=Od.21.142; part.<br><span class="bld">A</span> -εύων 1.143; inf. -εύειν Il.2.127,20.234: but Hom. forms obl. tenses from οἰνοχο-χοέω, Ep. 3sg. impf. οἰνοχόει Od.15.141, ἐῳνοχόει Il.4.3: aor. inf. οἰνοχοῆσαι Od.15.323, Sapph.51.2: later in pres., Pherecr.70.5, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.3.8, Ph.2.479; part. -οοῦσα ''IG''22.1514.32, Aeol. -όεισα Sapph.5 (-οεῦσα codd. Ath.): fut. -ήσω X.l.c.:—Med. -οούμενοι Ph.1.353:—[[pour out wine for drinking]], abs., Od.15.141,323, etc.; Διὶ οἰ. Il.20.234.<br><span class="bld">2</span> c. acc., <b class="b3">νέκταρ ἐῳνοχόει</b> she [[was pouring out]] nectar, 4.3; θεοῖς ἐνδέξια… οἰνοχόει… νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος ἀφύσσων Il.1.598: metaph., ἄκρατον τοῖς πολίταις ἐλευθερίαν οἰ. Plu.''Per.''7; ὕμνους Dionys.Eleg.4.1:—Pass., οἰνοχοεῖται ἐπινίκια Plu.2.349f.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">τὴν Κασταλίαν οἰνοχοῆσαι</b> [[cause]] Castaly [[to run with wine]], Philostr.''VA''6.10; <b class="b3">κρήνην -ήσας</b> [[mixing]] spring-water [[with wine]], Id.''Im.''1.22.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> verser du vin τινί, à qqn;<br /><b>2</b> verser à boire (du nectar, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[οἰνοχόος]].
}}
{{pape
|ptext== [[οἰνοχοέω]], im praes., <i>Il</i>. 2.127, 20.234, <i>Od</i>. 21.142.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰνοχοεύω:''' Hom. = [[οἰνοχοέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰνοχοεύω''': Ὀδ. Φ. 142˙ μετοχ. -εύων Α. 143˙ ἀπαρ. εύειν, Ἰλ. Β. 127.. Υ. 234˙ ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. σχηματίζει τοὺς ἄλλους χρόνους ἐκ τοῦ [[οἰνοχοέω]], Ἐπικ. γ΄ ἑν. παρατ. οἰνοχόει καὶ [[ἐῳνοχόει]]˙ - ἀπαρ. ἀορ. οἰνοχοῆσαι Ὀδ. Ο. 323, Σαπφὼ 57˙ ὁ ἐνεστ. εἰς -έω ἀπαντᾷ παρὰ Φερεκράτει ἐν «Κοριαννοῖ» 4, Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, μετοχ. -έουσα Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 34, Αἰολ. -οεῦσα ἢ -όεισα Σαπφὼ μέλλ. -ήσω Ξεν. Κύρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐνεργῶ ὡς [[οἰνοχόος]], [[ἐγχέω]] [[οἶνον]] πρὸς πόσιν, ἀπολ., Ὀδ. Ο. 141, 323, κτλ. θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν οἰνοχόει Ἰλ. Α. 598, πρβλ. Ὀδ. Φ. 142˙ Διὶ οἰνοχοεύειν, Ἰλ. Υ. 234. 2) μετ’ αἰτ., [[νέκταρ]] [[ἐῳνοχόει]], ἐνέχεεν [[νέκταρ]], ὡς [[οἶνον]], «ἐκέρνα», Ἰλ. Δ. μεταφ., οἰν. ἄκρατον τοῖς πολίταις ἐλευθερίαν Πλουτάρ. Περικλ. ὕμνους Διονύσ. Χαλκ. παρ’ Ἀθην. 669Α. - Παθ., οἰνοχοεῖται ἐπινίκια Πλούτ. 2. 349F.
|lstext='''οἰνοχοεύω''': Ὀδ. Φ. 142· μετοχ. -εύων Α. 143· ἀπαρ. εύειν, Ἰλ. Β. 127.. Υ. 234· ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. σχηματίζει τοὺς ἄλλους χρόνους ἐκ τοῦ [[οἰνοχοέω]], Ἐπικ. γ΄ ἑν. παρατ. οἰνοχόει καὶ [[ἐῳνοχόει]]· - ἀπαρ. ἀορ. οἰνοχοῆσαι Ὀδ. Ο. 323, Σαπφὼ 57· ὁ ἐνεστ. εἰς -έω ἀπαντᾷ παρὰ Φερεκράτει ἐν «Κοριαννοῖ» 4, Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, μετοχ. -έουσα Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 34, Αἰολ. -οεῦσα ἢ -όεισα Σαπφὼ μέλλ. -ήσω Ξεν. Κύρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐνεργῶ ὡς [[οἰνοχόος]], [[ἐγχέω]] [[οἶνον]] πρὸς πόσιν, ἀπολ., Ὀδ. Ο. 141, 323, κτλ. θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν οἰνοχόει Ἰλ. Α. 598, πρβλ. Ὀδ. Φ. 142· Διὶ οἰνοχοεύειν, Ἰλ. Υ. 234. 2) μετ’ αἰτ., [[νέκταρ]] [[ἐῳνοχόει]], ἐνέχεεν [[νέκταρ]], ὡς [[οἶνον]], «ἐκέρνα», Ἰλ. Δ. μεταφ., οἰν. ἄκρατον τοῖς πολίταις ἐλευθερίαν Πλουτάρ. Περικλ. ὕμνους Διονύσ. Χαλκ. παρ’ Ἀθην. 669Α. - Παθ., οἰνοχοεῖται ἐπινίκια Πλούτ. 2. 349F.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> verser du vin τινί, à qqn;<br /><b>2</b> verser à boire (du nectar, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[οἰνοχόος]].
|mltxt=[[οἰνοχοεύω]] (Α) [[οινοχόος]]<br />[[οινοχοώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰνοχοεύω:''' μόνο στον ενεστ. [[οἰνοχοέω]], σε Όμηρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἰνοχοεύω]], only in pres.] = [[οἰνοχοέω]], Hom.]
}}
}}

Latest revision as of 10:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοχοεύω Medium diacritics: οἰνοχοεύω Low diacritics: οινοχοεύω Capitals: ΟΙΝΟΧΟΕΥΩ
Transliteration A: oinochoeúō Transliteration B: oinochoeuō Transliteration C: oinochoeyo Beta Code: oi)noxoeu/w

English (LSJ)

Od.21.142; part.
A -εύων 1.143; inf. -εύειν Il.2.127,20.234: but Hom. forms obl. tenses from οἰνοχο-χοέω, Ep. 3sg. impf. οἰνοχόει Od.15.141, ἐῳνοχόει Il.4.3: aor. inf. οἰνοχοῆσαι Od.15.323, Sapph.51.2: later in pres., Pherecr.70.5, X.Cyr.1.3.8, Ph.2.479; part. -οοῦσα IG22.1514.32, Aeol. -όεισα Sapph.5 (-οεῦσα codd. Ath.): fut. -ήσω X.l.c.:—Med. -οούμενοι Ph.1.353:—pour out wine for drinking, abs., Od.15.141,323, etc.; Διὶ οἰ. Il.20.234.
2 c. acc., νέκταρ ἐῳνοχόει she was pouring out nectar, 4.3; θεοῖς ἐνδέξια… οἰνοχόει… νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος ἀφύσσων Il.1.598: metaph., ἄκρατον τοῖς πολίταις ἐλευθερίαν οἰ. Plu.Per.7; ὕμνους Dionys.Eleg.4.1:—Pass., οἰνοχοεῖται ἐπινίκια Plu.2.349f.
3 τὴν Κασταλίαν οἰνοχοῆσαι cause Castaly to run with wine, Philostr.VA6.10; κρήνην -ήσας mixing spring-water with wine, Id.Im.1.22.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 verser du vin τινί, à qqn;
2 verser à boire (du nectar, etc.).
Étymologie: οἰνοχόος.

German (Pape)

οἰνοχοέω, im praes., Il. 2.127, 20.234, Od. 21.142.

Russian (Dvoretsky)

οἰνοχοεύω: Hom. = οἰνοχοέω.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοχοεύω: Ὀδ. Φ. 142· μετοχ. -εύων Α. 143· ἀπαρ. εύειν, Ἰλ. Β. 127.. Υ. 234· ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. σχηματίζει τοὺς ἄλλους χρόνους ἐκ τοῦ οἰνοχοέω, Ἐπικ. γ΄ ἑν. παρατ. οἰνοχόει καὶ ἐῳνοχόει· - ἀπαρ. ἀορ. οἰνοχοῆσαι Ὀδ. Ο. 323, Σαπφὼ 57· ὁ ἐνεστ. εἰς -έω ἀπαντᾷ παρὰ Φερεκράτει ἐν «Κοριαννοῖ» 4, Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, 8· μετοχ. -έουσα Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 34, Αἰολ. -οεῦσα ἢ -όεισα Σαπφὼ 5· μέλλ. -ήσω Ξεν. Κύρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐνεργῶ ὡς οἰνοχόος, ἐγχέω οἶνον πρὸς πόσιν, ἀπολ., Ὀδ. Ο. 141, 323, κτλ. θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν οἰνοχόει Ἰλ. Α. 598, πρβλ. Ὀδ. Φ. 142· Διὶ οἰνοχοεύειν, Ἰλ. Υ. 234. 2) μετ’ αἰτ., νέκταρ ἐῳνοχόει, ἐνέχεεν νέκταρ, ὡς οἶνον, «ἐκέρνα», Ἰλ. Δ. 3· μεταφ., οἰν. ἄκρατον τοῖς πολίταις ἐλευθερίαν Πλουτάρ. Περικλ. 7· ὕμνους Διονύσ. Χαλκ. παρ’ Ἀθην. 669Α. - Παθ., οἰνοχοεῖται ἐπινίκια Πλούτ. 2. 349F.

Greek Monolingual

οἰνοχοεύω (Α) οινοχόος
οινοχοώ.

Greek Monotonic

οἰνοχοεύω: μόνο στον ενεστ. οἰνοχοέω, σε Όμηρ.

Middle Liddell

οἰνοχοεύω, only in pres.] = οἰνοχοέω, Hom.]