καταβολεύς: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katavoleys | |Transliteration C=katavoleys | ||
|Beta Code=kataboleu/s | |Beta Code=kataboleu/s | ||
|Definition=έως, ὁ, < | |Definition=-έως, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[founder]], Sch.Pi.''O.''3.1.<br><span class="bld">II</span> [[one who pays]], ''Glossaria''<br><span class="bld">III</span> in plural, officers [[who collect payments]] due to the state, ''IG''5(2).357.9 (Stymphalus, iii B. C.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1340.png Seite 1340]] ὁ, der Einsetzer, Gründer, Stifter, Schol. Pind. Ol. 3, 1 u. Sp. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καταβολεύς''': έως, ὁ, ἱδρυτής, Γεωργ. Παχυμ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 566, Σχόλ. εἰς Πινδάρου Ο. 3. 1. ΙΙ. ὁ καταβάλλων χρήματα, ὁ ἀποτίνων, πληρώνων, Γλωσσ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταβολεύς]], -έως, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ιδρυτής]]<br /><b>2.</b> αυτός που καταβάλλει χρήματα, αυτός που πληρώνει<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ καταβολεῖς</i><br />υπάλληλοι που συνέλεγαν τα οφειλόμενα [[προς]] το [[κράτος]] χρέη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καταβολ</i>- <span style="color: red;"><</span> [[καταβάλλω]] «[[ιδρύω]], [[καταβάλλω]] χρήματα» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[επιβολεύς]], [[υποβολεύς]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
-έως, ὁ,
A founder, Sch.Pi.O.3.1.
II one who pays, Glossaria
III in plural, officers who collect payments due to the state, IG5(2).357.9 (Stymphalus, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1340] ὁ, der Einsetzer, Gründer, Stifter, Schol. Pind. Ol. 3, 1 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταβολεύς: έως, ὁ, ἱδρυτής, Γεωργ. Παχυμ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 566, Σχόλ. εἰς Πινδάρου Ο. 3. 1. ΙΙ. ὁ καταβάλλων χρήματα, ὁ ἀποτίνων, πληρώνων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
καταβολεύς, -έως, ὁ (Α)
1. ο ιδρυτής
2. αυτός που καταβάλλει χρήματα, αυτός που πληρώνει
3. στον πληθ. οἱ καταβολεῖς
υπάλληλοι που συνέλεγαν τα οφειλόμενα προς το κράτος χρέη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβολ- < καταβάλλω «ιδρύω, καταβάλλω χρήματα» + κατάλ. -εύς (πρβλ. επιβολεύς, υποβολεύς)].