κατακέντημα: Difference between revisions

From LSJ

διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾶν → see through a brick wall, see through rocks and an oak

Source
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katakentima
|Transliteration C=katakentima
|Beta Code=katake/nthma
|Beta Code=katake/nthma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">puncture</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span> 76b</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[puncture]], Pl.''Ti.'' 76b.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1352.png Seite 1352]] τό, das Durchstochene, Loch, Plat. Tim. 76 b.
}}
{{elnl
|elnltext=κατακέντημα -ατος, τό [κατακεντέω] [[gat]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατακέντημα:''' ατος τό прокол(ы), отверстия Plat.
}}
{{ls
|lstext='''κατακέντημα''': τό, στῖξις, στῖγμα, [[σημεῖον]], ἡ ὀπὴ ἡ σχηματισθεῖσα ἐκ τοῦ κεντήματος, Πλάτ. Τίμ. 76Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατακέντημα]], τὸ (Α) [[κατακεντώ]]<br />η [[τρύπα]] που σχηματίζεται από το [[κέντημα]].
}}
}}

Latest revision as of 12:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακέντημα Medium diacritics: κατακέντημα Low diacritics: κατακέντημα Capitals: ΚΑΤΑΚΕΝΤΗΜΑ
Transliteration A: katakéntēma Transliteration B: katakentēma Transliteration C: katakentima Beta Code: katake/nthma

English (LSJ)

-ατος, τό, puncture, Pl.Ti. 76b.

German (Pape)

[Seite 1352] τό, das Durchstochene, Loch, Plat. Tim. 76 b.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατακέντημα -ατος, τό [κατακεντέω] gat.

Russian (Dvoretsky)

κατακέντημα: ατος τό прокол(ы), отверстия Plat.

Greek (Liddell-Scott)

κατακέντημα: τό, στῖξις, στῖγμα, σημεῖον, ἡ ὀπὴ ἡ σχηματισθεῖσα ἐκ τοῦ κεντήματος, Πλάτ. Τίμ. 76Β.

Greek Monolingual

κατακέντημα, τὸ (Α) κατακεντώ
η τρύπα που σχηματίζεται από το κέντημα.