μεγαλουργία: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=μεγαλουργία
|Medium diacritics=μεγαλουργία
|Low diacritics=μεγαλουργία
|Capitals=ΜΕΓΑΛΟΥΡΓΙΑ
|Transliteration A=megalourgía
|Transliteration B=megalourgia
|Transliteration C=megalourgia
|Beta Code=megalourgi/a
|Definition=''contr.'' for [[μεγαλοεργία]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] ἡ, = [[μεγαλοεργία]], Sp., wie Luc. Calumn. 17; – magnificentia, Pracht, Pol. 31, 3, 1, v. l. [[μεγαλοεργία]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] ἡ, = [[μεγαλοεργία]], Sp., wie Luc. Calumn. 17; – magnificentia, Pracht, Pol. 31, 3, 1, [[varia lectio|v.l.]] [[μεγαλοεργία]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[μεγαλοεργία]].
|btext=<i>c.</i> [[μεγαλοεργία]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[μεγαλουργία]] και [[μεγαλοεργία]] [[μεγαλουργός]]<br /><b>1.</b> η [[πραγματοποίηση]] μεγάλου έργου<br /><b>2.</b> σπουδαίο [[έργο]] που έχει συντελεστεί, το [[μεγαλούργημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />επιδεικτικά [[μεγαλοπρεπής]] [[πράξη]].
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγαλουργία Medium diacritics: μεγαλουργία Low diacritics: μεγαλουργία Capitals: ΜΕΓΑΛΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: megalourgía Transliteration B: megalourgia Transliteration C: megalourgia Beta Code: megalourgi/a

English (LSJ)

contr. for μεγαλοεργία.

German (Pape)

[Seite 107] ἡ, = μεγαλοεργία, Sp., wie Luc. Calumn. 17; – magnificentia, Pracht, Pol. 31, 3, 1, v.l. μεγαλοεργία.

French (Bailly abrégé)

c. μεγαλοεργία.

Greek Monolingual

η (Α μεγαλουργία και μεγαλοεργία μεγαλουργός
1. η πραγματοποίηση μεγάλου έργου
2. σπουδαίο έργο που έχει συντελεστεί, το μεγαλούργημα
αρχ.
επιδεικτικά μεγαλοπρεπής πράξη.