νεοπηγής: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neopigis
|Transliteration C=neopigis
|Beta Code=neophgh/s
|Beta Code=neophgh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lately built</b> or <b class="b2">made</b>, Ῥώμη <span class="title">AP</span>9.808 (Cyrus); <b class="b3">γυῖα</b> Orac. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>4.9</span>:—also νεό-πηκτος, ον, <b class="b2">fresh-curdled</b>, τυρός <span class="bibl">Batr.38</span>; <b class="b2">newly burnt</b>, κεραμίς <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.206</span>; <b class="b2">newly built</b>, θάλαμοι <span class="bibl">Hld.6.11</span>.</span>
|Definition=νεοπηγές, [[lately built]] or made, Ῥώμη ''AP''9.808 (Cyrus); [[γυῖα]] Orac. ap. Eus.''PE''4.9:—also [[νεόπηκτος]], ον, [[fresh-curdled]], τυρός Batr.38; [[newly burnt]], κεραμίς Hp.''Mul.''2.206; [[newly built]], θάλαμοι Hld.6.11.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0243.png Seite 243]] ές, = [[νεοπαγής]]; 'Ρώμη, Cyr. 6 (IX, 808); Coluth. 256 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0243.png Seite 243]] ές, = [[νεοπαγής]]; 'Ρώμη, Cyr. 6 (IX, 808); Coluth. 256 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[νεοπαγής]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεοπηγής:''' [[недавно укрепленный или недавно построенный]] ([[Ῥώμη]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοπηγής''': -ές, ὁ νεωστὶ κτισθείς, ἢ κατασκευασθείς, Ρώμη Ἀνθ. Π. 9. 808· γυῖα Χρησμ. ἐν Εὐσ. Π. Ε. 146D· - οὕτω [[νεόπηκτος]], ον, ὁ νεωστὶ [[παγείς]], στερεοποιηθείς, «πήξας», τυρὸς Βατραχομ. 38· ὁ νεωστὶ ὀπτηθείς, [[κέραμος]] Ἱππ. 673. 23.
|lstext='''νεοπηγής''': -ές, ὁ νεωστὶ κτισθείς, ἢ κατασκευασθείς, Ρώμη Ἀνθ. Π. 9. 808· γυῖα Χρησμ. ἐν Εὐσ. Π. Ε. 146D· - οὕτω [[νεόπηκτος]], ον, ὁ νεωστὶ [[παγείς]], στερεοποιηθείς, «πήξας», τυρὸς Βατραχομ. 38· ὁ νεωστὶ ὀπτηθείς, [[κέραμος]] Ἱππ. 673. 23.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[νεοπαγής]].
|mltxt=[[νεοπηγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κτίστηκε [[πριν]] από λίγο ή αυτός που κατασκευάστηκε [[πριν]] από λίγο<br /><b>2.</b> αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πηγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), [[πρβλ]]. [[ευπηγής]], [[καινοπηγής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεοπηγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), αυτός που έχει χτιστεί ή κατασκευαστεί πρόσφατα, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεο-πηγής, ές [[πήγνυμι]]<br />[[lately]] built or made, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοπηγής Medium diacritics: νεοπηγής Low diacritics: νεοπηγής Capitals: ΝΕΟΠΗΓΗΣ
Transliteration A: neopēgḗs Transliteration B: neopēgēs Transliteration C: neopigis Beta Code: neophgh/s

English (LSJ)

νεοπηγές, lately built or made, Ῥώμη AP9.808 (Cyrus); γυῖα Orac. ap. Eus.PE4.9:—also νεόπηκτος, ον, fresh-curdled, τυρός Batr.38; newly burnt, κεραμίς Hp.Mul.2.206; newly built, θάλαμοι Hld.6.11.

German (Pape)

[Seite 243] ές, = νεοπαγής; 'Ρώμη, Cyr. 6 (IX, 808); Coluth. 256 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. νεοπαγής.

Russian (Dvoretsky)

νεοπηγής: недавно укрепленный или недавно построенный (Ῥώμη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νεοπηγής: -ές, ὁ νεωστὶ κτισθείς, ἢ κατασκευασθείς, Ρώμη Ἀνθ. Π. 9. 808· γυῖα Χρησμ. ἐν Εὐσ. Π. Ε. 146D· - οὕτω νεόπηκτος, ον, ὁ νεωστὶ παγείς, στερεοποιηθείς, «πήξας», τυρὸς Βατραχομ. 38· ὁ νεωστὶ ὀπτηθείς, κέραμος Ἱππ. 673. 23.

Greek Monolingual

νεοπηγής, -ές (Α)
1. αυτός που κτίστηκε πριν από λίγο ή αυτός που κατασκευάστηκε πριν από λίγο
2. αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πηγής (< πήγνυμι), πρβλ. ευπηγής, καινοπηγής].

Greek Monotonic

νεοπηγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που έχει χτιστεί ή κατασκευαστεί πρόσφατα, σε Ανθ.

Middle Liddell

νεο-πηγής, ές πήγνυμι
lately built or made, Anth.