Πάριος: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(Bailly1_4) |
m (1 revision imported) |
||
(13 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | |||
|Full diacritics=Πάριος | |||
|Medium diacritics=Πάριος | |||
|Low diacritics=Πάριος | |||
|Capitals=ΠΑΡΙΟΣ | |||
|Transliteration A=Pários | |||
|Transliteration B=Parios | |||
|Transliteration C=Parios | |||
|Beta Code=*pa/rios | |||
|Definition=Παρία, Πάριον, [[of Paros]], [[Parian]], [[Παρία λίθος]] = [[Parian marble]], Pi.''N.''4.81, [[Herodotus|Hdt.]]3.57; ἡ Παρία [[λύγδος]] [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.52. | |||
}} | |||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />de Paros : Παρία [[λίθος]] THCR, [[λίθος]] [[Πάριος]] HDT marbre de Paros ; | |btext=α, ον :<br />de Paros : Παρία [[λίθος]] THCR, [[λίθος]] [[Πάριος]] HDT marbre de Paros ; οἱ Πάριοι HDT les habitants de Paros.<br />'''Étymologie:''' [[Πάρος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Πάριος:''' (ᾰ) [[паросский]] ([[λίθος]] Theocr., Her.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[житель]] или [[уроженец Пароса]], [[паросец]] Her. etc. | |||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>Πᾰρῐος</b> Parian [[from]] the [[island]] of [[Paros]]. στάλαν [[θέμεν]] Παρίου λίθου λευκοτέραν (N. 4.81) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο [[Πάρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Πάρο ή προέρχεται από αυτήν<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως κύρια ον.</b>) ο [[Πάριος]] και η <i>Πάρια</i><br />ο [[κάτοικος]] της Πάρου, ο Παριανός<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πάριο [[μάρμαρο]]» ή «πάριο [[χρονικό]]» — [[επιγραφή]] γραμμένη στην αττική διάλεκτο επί του Αθηναίου επωνύμου άρχοντα Διογνήτου η οποία αποτελεί πολύ σπουδαία [[πηγή]] για την ιστορική [[έρευνα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:03, 8 October 2024
English (LSJ)
Παρία, Πάριον, of Paros, Parian, Παρία λίθος = Parian marble, Pi.N.4.81, Hdt.3.57; ἡ Παρία λύγδος D.S.2.52.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Paros : Παρία λίθος THCR, λίθος Πάριος HDT marbre de Paros ; οἱ Πάριοι HDT les habitants de Paros.
Étymologie: Πάρος.
Russian (Dvoretsky)
Πάριος: (ᾰ) паросский (λίθος Theocr., Her.).
II ὁ житель или уроженец Пароса, паросец Her. etc.
English (Slater)
Πᾰρῐος Parian from the island of Paros. στάλαν θέμεν Παρίου λίθου λευκοτέραν (N. 4.81)
Greek Monolingual
-α, -ο Πάρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Πάρο ή προέρχεται από αυτήν
2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύρια ον.) ο Πάριος και η Πάρια
ο κάτοικος της Πάρου, ο Παριανός
3. φρ. «πάριο μάρμαρο» ή «πάριο χρονικό» — επιγραφή γραμμένη στην αττική διάλεκτο επί του Αθηναίου επωνύμου άρχοντα Διογνήτου η οποία αποτελεί πολύ σπουδαία πηγή για την ιστορική έρευνα.