ἀμβλωθρίδιον: Difference between revisions
(4000) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amvlothridion | |Transliteration C=amvlothridion | ||
|Beta Code=a)mblwqri/dion | |Beta Code=a)mblwqri/dion | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">I</span> (''[[sc.]]'' [[παιδίον]]) [[abortive child]], ἀμβλωθρίδια καὶ ἐκτρώματα Ph.1.59, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Harp.<br><span class="bld">II</span> Act. (''[[sc.]]'' [[φάρμακον]]), [[abortifacient drug]], [[drug to cause abortion]], Poll.2.7.—Prop. neut. from [[ἀμβλωθρίδιος]], ον, [[causing abortion]], Aret.CA2.11:—also [[ἀμβλώθριον]], τό, Sch.Ar.Nu. 137 ([[si vera lectio|s. v.l.]]). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0118.png Seite 118]] τό, [[Fehlgeburt]], Harpocr.; ''[[sc.]]'' [[φάρμακον]], [[Abtreibungsmittel]], Medic. Davon | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀμβλωθρίδιον''': τό, Ι. (ἴδε ἐν λ. [[παιδίον]]) «τὸ ἀμβλωθὲν [[βρέφος]]» (Ἁρποκρ.), [[ἐξάμβλωμα]], [[ἔμβρυον]] γεννηθὲν προώρως, γεννηθὲν νεκρόν, ἀμβλ. καὶ ἐκτρώματα Φίλων Ι. 59: πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ΙΙ. ἐνεργ. (ἴδε ἐν λ. [[φάρμακον]]) [[φάρμακον]] ἐνεργοῦν πρὸς ἀποβολὴν τοῦ ἐμβρύου Πολυδ. Β. 7. - Κυρίως οὐδέτ. τοῦ ἀμβλωθρίδιος, = ὁ προξενῶν ἀποβολήν, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἀρεταίῳ περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 11: - [[ὡσαύτως]] [[ἀμβλώθριον]], τό, ἐν τοῖς Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 137. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 25 August 2023
English (LSJ)
τό,
I (sc. παιδίον) abortive child, ἀμβλωθρίδια καὶ ἐκτρώματα Ph.1.59, cf. Hsch., Harp.
II Act. (sc. φάρμακον), abortifacient drug, drug to cause abortion, Poll.2.7.—Prop. neut. from ἀμβλωθρίδιος, ον, causing abortion, Aret.CA2.11:—also ἀμβλώθριον, τό, Sch.Ar.Nu. 137 (s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 118] τό, Fehlgeburt, Harpocr.; sc. φάρμακον, Abtreibungsmittel, Medic. Davon
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλωθρίδιον: τό, Ι. (ἴδε ἐν λ. παιδίον) «τὸ ἀμβλωθὲν βρέφος» (Ἁρποκρ.), ἐξάμβλωμα, ἔμβρυον γεννηθὲν προώρως, γεννηθὲν νεκρόν, ἀμβλ. καὶ ἐκτρώματα Φίλων Ι. 59: πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ΙΙ. ἐνεργ. (ἴδε ἐν λ. φάρμακον) φάρμακον ἐνεργοῦν πρὸς ἀποβολὴν τοῦ ἐμβρύου Πολυδ. Β. 7. - Κυρίως οὐδέτ. τοῦ ἀμβλωθρίδιος, = ὁ προξενῶν ἀποβολήν, ὅπερ ἀπαντᾷ παρ’ Ἀρεταίῳ περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 11: - ὡσαύτως ἀμβλώθριον, τό, ἐν τοῖς Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 137.