Φωκαιεύς: Difference between revisions
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
(Bailly1_5) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4") |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=Φωκαιεύς | |||
|Medium diacritics=Φωκαιεύς | |||
|Low diacritics=Φωκαιεύς | |||
|Capitals=ΦΩΚΑΙΕΥΣ | |||
|Transliteration A=Phōkaieús | |||
|Transliteration B=Phōkaieus | |||
|Transliteration C=Fokaiefs | |||
|Beta Code=*fwkaieu/s | |||
|Definition=''Attic'' [[Φωκαεύς]], ὁ, [[Phocaean]], Hdt. 1.163, Th. 1.13, etc. | |||
}} | |||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως (ὁ) :<br />habitant de Phocée.<br />'''Étymologie:''' [[Φώκαια]]. | |btext=έως (ὁ) :<br />[[habitant de Phocée]].<br />'''Étymologie:''' [[Φώκαια]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. [[Φωκαεύς]], -έως, Α<br />ο [[κάτοικος]] της Φώκαιας, πόλης της Μικράς Ασίας<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>με σημ. επιθ.</b>) αυτός που προέρχεται από την [[παραπάνω]] [[πόλη]], [[φωκαϊκός]] («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῖς», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Φώκαια]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Φωκαιεύς:''' Αττ. Φωκᾱεύς, <i>-έως</i>, <i>ὁ</i>, [[κάτοικος]] της Φωκίδας, σε Ηρόδ., Θουκ. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Φωκαιεύς:''' έως ὁ [[уроженец или житель Фокеи]], [[фокеец]] Her. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=a Phocaean, Hdt., Thuc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:08, 11 May 2023
English (LSJ)
Attic Φωκαεύς, ὁ, Phocaean, Hdt. 1.163, Th. 1.13, etc.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
habitant de Phocée.
Étymologie: Φώκαια.
Greek Monolingual
-έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. Φωκαεύς, -έως, Α
ο κάτοικος της Φώκαιας, πόλης της Μικράς Ασίας
αρχ.
(με σημ. επιθ.) αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη, φωκαϊκός («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῖς», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Φώκαια + κατάλ. -εύς].
Greek Monotonic
Φωκαιεύς: Αττ. Φωκᾱεύς, -έως, ὁ, κάτοικος της Φωκίδας, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
Φωκαιεύς: έως ὁ уроженец или житель Фокеи, фокеец Her.
Middle Liddell
a Phocaean, Hdt., Thuc.