καυχός: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kafchos | |Transliteration C=kafchos | ||
|Beta Code=kauxo/s | |Beta Code=kauxo/s | ||
|Definition=καυχοῦς, | |Definition=καυχοῦς, v. [[χαλκός]], [[χαλκοῦς]]. κάφα· [[λουτήρ]] (Lacon.), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (Lacon. form of [[σκάφη]]). καφάζειν· [[γελᾶν]], Id. καφάν, Dor. for [[κηφήν]], Id. καφίδιος, v. κηφ-. κάφος, = [[κάπος]], ''EM'' 499.38. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καυχός]] και καυχοῦς, ὁ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> [[χαλκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καυχός]] [[είναι]] [[κρητικός]] και προήλθε <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>καλχός</i> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] με [[μετάθεση]] της δασύτητας]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:49, 25 August 2023
English (LSJ)
καυχοῦς, v. χαλκός, χαλκοῦς. κάφα· λουτήρ (Lacon.), Hsch. (Lacon. form of σκάφη). καφάζειν· γελᾶν, Id. καφάν, Dor. for κηφήν, Id. καφίδιος, v. κηφ-. κάφος, = κάπος, EM 499.38.
Greek Monolingual
καυχός και καυχοῦς, ὁ (Α)
επιγρ. χαλκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καυχός είναι κρητικός και προήλθε < αμάρτυρο καλχός < χαλκός με μετάθεση της δασύτητας].