κογχίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kogchitis
|Transliteration C=kogchitis
|Beta Code=kogxi/ths
|Beta Code=kogxi/ths
|Definition=[<b class="b3">ῑ] λίθος, ὁ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shelly marble</b>, found near Megara, <span class="bibl">Paus. 1.44.6</span>.</span>
|Definition=[ῑ] λίθος, ὁ, [[shelly marble]], found near Megara, Paus. 1.44.6.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1465.png Seite 1465]] ὁ, [[λίθος]], Muschelmarmor, mit versteinerten Muscheln, Paus. 1, 44, 6. Vgl. [[κογχυλιάτης]].
}}
{{ls
|lstext='''κογχίτης''': [[λίθος]] ῑ, ὁ, [[μάρμαρον]] ἐμπεριέχον ἀπολελιθωμένα κογχύλια εὑρισκόμενον παρὰ τὰ [[Μέγαρα]], Παυσαν. 1. 44, 6· πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst § 268. 1· ἴδε [[κογχυλίας]], -ιάτης.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κογχίτης]]) [[κόγχη]]<br />[[ορυκτό]] που προέρχεται από [[κελύφη]], από κοχύλια («μνῆμά ἐστι... ἐκοσμήθη λίθῳ κογχίτῃ<br />μόνοις δὲ Ἑλλήνων Μεγαρεῡσιν ὁ [[κογχίτης]] [[οὗτος]] ἐστι», <b>Παυσ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κογχίτης Medium diacritics: κογχίτης Low diacritics: κογχίτης Capitals: ΚΟΓΧΙΤΗΣ
Transliteration A: konchítēs Transliteration B: konchitēs Transliteration C: kogchitis Beta Code: kogxi/ths

English (LSJ)

[ῑ] λίθος, ὁ, shelly marble, found near Megara, Paus. 1.44.6.

German (Pape)

[Seite 1465] ὁ, λίθος, Muschelmarmor, mit versteinerten Muscheln, Paus. 1, 44, 6. Vgl. κογχυλιάτης.

Greek (Liddell-Scott)

κογχίτης: λίθος ῑ, ὁ, μάρμαρον ἐμπεριέχον ἀπολελιθωμένα κογχύλια εὑρισκόμενον παρὰ τὰ Μέγαρα, Παυσαν. 1. 44, 6· πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst § 268. 1· ἴδε κογχυλίας, -ιάτης.

Greek Monolingual

ο (Α κογχίτης) κόγχη
ορυκτό που προέρχεται από κελύφη, από κοχύλια («μνῆμά ἐστι... ἐκοσμήθη λίθῳ κογχίτῃ
μόνοις δὲ Ἑλλήνων Μεγαρεῡσιν ὁ κογχίτης οὗτος ἐστι», Παυσ.).