κόμης: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
(7) |
mNo edit summary |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=komis | |Transliteration C=komis | ||
|Beta Code=ko/mhs | |Beta Code=ko/mhs | ||
|Definition=ητος, ὁ, = Lat. | |Definition=-ητος, ὁ, = Lat. [[comes]], κ. πρώτου βαθμοῦ ''CIG''4361 (Side), cf. ''IG''14.1076, Zos.5.2, ''Cod.Just.''1.4.20, etc.: gen. pl. κομίτων ''IG''3.635:—Adj. [[κομητικός]], ή, όν, ''PLond.''1.113.6c.24. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κόμης''': ὁ, τὸ Λατ. comes, ὡς καὶ νῦν, «κόντες», κ. πρώτου βαθμοῦ Συλλ. Ἐπιγρ. 4361, κ. ἀλλ.· γεν. κόμητος, [[αὐτόθι]] 372, κ. ἀλλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. [[κόμησσα]] (AM [[κόμης]], Μ και [[κόμις]], -ιτος, θηλ. [[κόμησσα]] και [[κόμισσα]] και [[κομίτισσα]])<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[τίτλος]] ευγενείας [[μετά]] τον μαρκήσιο ή τον δούκα<br /><b>μσν.</b><br />[[αρχηγός]] στόλου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τίτλος]] αξιωματούχων της ρωμαϊκής αυλής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>comes</i> «[[οπαδός]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:48, 9 July 2024
English (LSJ)
-ητος, ὁ, = Lat. comes, κ. πρώτου βαθμοῦ CIG4361 (Side), cf. IG14.1076, Zos.5.2, Cod.Just.1.4.20, etc.: gen. pl. κομίτων IG3.635:—Adj. κομητικός, ή, όν, PLond.1.113.6c.24.
Greek (Liddell-Scott)
κόμης: ὁ, τὸ Λατ. comes, ὡς καὶ νῦν, «κόντες», κ. πρώτου βαθμοῦ Συλλ. Ἐπιγρ. 4361, κ. ἀλλ.· γεν. κόμητος, αὐτόθι 372, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ο, θηλ. κόμησσα (AM κόμης, Μ και κόμις, -ιτος, θηλ. κόμησσα και κόμισσα και κομίτισσα)
νεοελλ.-μσν.
τίτλος ευγενείας μετά τον μαρκήσιο ή τον δούκα
μσν.
αρχηγός στόλου
μσν.-αρχ.
τίτλος αξιωματούχων της ρωμαϊκής αυλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. comes «οπαδός»].