λευκίτης: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=λευκίτης
|Full diacritics=λευκῑ́της
|Medium diacritics=λευκίτης
|Medium diacritics=λευκίτης
|Low diacritics=λευκίτης
|Low diacritics=λευκίτης
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lefkitis
|Transliteration C=lefkitis
|Beta Code=leuki/ths
|Beta Code=leuki/ths
|Definition=[<b class="b3">ῑ], ου</b>, Dor. -ᾱς, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[λευκός]] 11, of a ram, <span class="bibl">Theoc.5.147</span>.</span>
|Definition=[ῑ], ου, Dor. [[λευκίτας]], ὁ, = [[λευκός]] II, of a [[ram]], Theoc.5.147.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0033.png Seite 33]] ὁ, = [[λευκός]], Theocr. 5, 147.
}}
{{ls
|lstext='''λευκίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, = [[λευκός]], Θεόκρ. 5. 147.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[λευκίτης]], δωρ. τ. λευκίτας) [[λευκός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> αργιλοπυριτικό [[ορυκτό]] του καλίου το οποίο [[είναι]] ένα από τα σημαντικότερα ορυκτά τών αστριοειδών<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[κριάρι]]) [[λευκός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λευκίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, = [[λευκός]], σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λευκῑ́της, ου, ὁ, = [[λευκός]], Theocr.]
}}
}}

Latest revision as of 11:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκῑ́της Medium diacritics: λευκίτης Low diacritics: λευκίτης Capitals: ΛΕΥΚΙΤΗΣ
Transliteration A: leukítēs Transliteration B: leukitēs Transliteration C: lefkitis Beta Code: leuki/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, Dor. λευκίτας, ὁ, = λευκός II, of a ram, Theoc.5.147.

German (Pape)

[Seite 33] ὁ, = λευκός, Theocr. 5, 147.

Greek (Liddell-Scott)

λευκίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = λευκός, Θεόκρ. 5. 147.

Greek Monolingual

ο (Α λευκίτης, δωρ. τ. λευκίτας) λευκός
νεοελλ.
(ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό του καλίου το οποίο είναι ένα από τα σημαντικότερα ορυκτά τών αστριοειδών
αρχ.
(για κριάρι) λευκός.

Greek Monotonic

λευκίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = λευκός, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

λευκῑ́της, ου, ὁ, = λευκός, Theocr.]