λευκίτης: Difference between revisions
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=λευκῑ́της | ||
|Medium diacritics=λευκίτης | |Medium diacritics=λευκίτης | ||
|Low diacritics=λευκίτης | |Low diacritics=λευκίτης | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lefkitis | |Transliteration C=lefkitis | ||
|Beta Code=leuki/ths | |Beta Code=leuki/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῑ], ου, Dor. [[λευκίτας]], ὁ, = [[λευκός]] II, of a [[ram]], Theoc.5.147. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0033.png Seite 33]] ὁ, = [[λευκός]], Theocr. 5, 147. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λευκίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, = [[λευκός]], Θεόκρ. 5. 147. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[λευκίτης]], δωρ. τ. λευκίτας) [[λευκός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> αργιλοπυριτικό [[ορυκτό]] του καλίου το οποίο [[είναι]] ένα από τα σημαντικότερα ορυκτά τών αστριοειδών<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[κριάρι]]) [[λευκός]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λευκίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, = [[λευκός]], σε Θεόκρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λευκῑ́της, ου, ὁ, = [[λευκός]], Theocr.] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:48, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, Dor. λευκίτας, ὁ, = λευκός II, of a ram, Theoc.5.147.
German (Pape)
[Seite 33] ὁ, = λευκός, Theocr. 5, 147.
Greek (Liddell-Scott)
λευκίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = λευκός, Θεόκρ. 5. 147.
Greek Monolingual
ο (Α λευκίτης, δωρ. τ. λευκίτας) λευκός
νεοελλ.
(ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό του καλίου το οποίο είναι ένα από τα σημαντικότερα ορυκτά τών αστριοειδών
αρχ.
(για κριάρι) λευκός.
Greek Monotonic
λευκίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = λευκός, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
λευκῑ́της, ου, ὁ, = λευκός, Theocr.]