μεριστικός: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(8) |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meristikos | |Transliteration C=meristikos | ||
|Beta Code=meristiko/s | |Beta Code=meristiko/s | ||
|Definition=ή, όν, < | |Definition=μεριστική, μεριστικόν, [[fit for dividing]], gloss on [[μερόεν]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0135.png Seite 135]] zum Teilen gehörig, geschickt, geneigt, Hesych. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μεριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ μερίζειν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μερόεν. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεριστικός]], -ή, -όν) [[μεριστός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μερισμό<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να διαιρεί, να μοιράζει. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 10 April 2024
English (LSJ)
μεριστική, μεριστικόν, fit for dividing, gloss on μερόεν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 135] zum Teilen gehörig, geschickt, geneigt, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μεριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ μερίζειν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μερόεν.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μεριστικός, -ή, -όν) μεριστός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μερισμό
2. ο ικανός να διαιρεί, να μοιράζει.