μισοψηφιστής: Difference between revisions

From LSJ
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=misopsifistis
|Transliteration C=misopsifistis
|Beta Code=misoyhfisth/s
|Beta Code=misoyhfisth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hater of calculators</b>, name of a mime by Philistion, Suid. s.v. [[Φιλιστίων]] (nisi leg. μιμο-).</span>
|Definition=μισοψηφιστοῦ, ὁ, [[hater of calculators]], name of a mime by Philistion, Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Φιλιστίων]] ([[nisi legendum|nisi leg.]] μιμο-).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0192.png Seite 192]] ὁ, der die Rechner haßt, Suid. v. Φιλιστίων.
}}
{{ls
|lstext='''μῑσοψηφιστής''': -οῦ, ὁ μισῶν τοὺς λογιστάς, [[ὄνομα]] δράματος τοῦ κωμικοῦ ποιητοῦ Φιλιστίωνος, Σουΐδ. ἐν λ. Φιλιστίων, (διάφ. γραφή: μιμοψηφιστής).
}}
{{grml
|mltxt=[[μισοψηφιστής]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μισεί τους λογιστές<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μισοψηφιστής</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Φιλιστίωνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ψηφιστής]] «[[λογιστής]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ψηφίζομαι</i>), [[πρβλ]]. [[ισοψηφιστής]].
}}
}}

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσοψηφιστής Medium diacritics: μισοψηφιστής Low diacritics: μισοψηφιστής Capitals: ΜΙΣΟΨΗΦΙΣΤΗΣ
Transliteration A: misopsēphistḗs Transliteration B: misopsēphistēs Transliteration C: misopsifistis Beta Code: misoyhfisth/s

English (LSJ)

μισοψηφιστοῦ, ὁ, hater of calculators, name of a mime by Philistion, Suid. s.v. Φιλιστίων (nisi leg. μιμο-).

German (Pape)

[Seite 192] ὁ, der die Rechner haßt, Suid. v. Φιλιστίων.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοψηφιστής: -οῦ, ὁ μισῶν τοὺς λογιστάς, ὄνομα δράματος τοῦ κωμικοῦ ποιητοῦ Φιλιστίωνος, Σουΐδ. ἐν λ. Φιλιστίων, (διάφ. γραφή: μιμοψηφιστής).

Greek Monolingual

μισοψηφιστής, ὁ (Α)
1. αυτός που μισεί τους λογιστές
2. ως κύριο όν. Μισοψηφιστής
τίτλος δράματος του Φιλιστίωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ψηφιστής «λογιστής» (< ψηφίζομαι), πρβλ. ισοψηφιστής.