μονοδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monodaktylos
|Transliteration C=monodaktylos
|Beta Code=monoda/ktulos
|Beta Code=monoda/ktulos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one-toed</b>, Luc.<span class="title">VH</span>1.23.</span>
|Definition=μονοδάκτυλον, [[one-fingered]], [[one-toed]], Luc.''VH''1.23.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0202.png Seite 202]] einfingerig, Luc. V. H. 1, 23.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui n'a qu'un doigt]].<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[δάκτυλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μονοδάκτῠλος:''' [[с одним пальцем]], [[однопалый]] Luc.
}}
{{ls
|lstext='''μονοδάκτῠλος''': -ον, ὁ ἔχων μόνον ἕνα δάκτυλον, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 23.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονοδάκτυλος]], -ον)<br />αυτός που έχει έναν μόνο [[δάκτυλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μονοδάκτυλος]]<br /><b>ζωολ.</b> αυτός που έχει ένα [[δάκτυλο]] σε [[κάθε]] [[άκρο]], όπως λ.χ. το [[άλογο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μονοδάκτῠλος:''' -ον, αυτός που έχει μόνο ένα [[δάκτυλο]], σε Λουκ.
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοδάκτῠλος Medium diacritics: μονοδάκτυλος Low diacritics: μονοδάκτυλος Capitals: ΜΟΝΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: monodáktylos Transliteration B: monodaktylos Transliteration C: monodaktylos Beta Code: monoda/ktulos

English (LSJ)

μονοδάκτυλον, one-fingered, one-toed, Luc.VH1.23.

German (Pape)

[Seite 202] einfingerig, Luc. V. H. 1, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n'a qu'un doigt.
Étymologie: μόνος, δάκτυλος.

Russian (Dvoretsky)

μονοδάκτῠλος: с одним пальцем, однопалый Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μονοδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων μόνον ἕνα δάκτυλον, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 23.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονοδάκτυλος, -ον)
αυτός που έχει έναν μόνο δάκτυλο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μονοδάκτυλος
ζωολ. αυτός που έχει ένα δάκτυλο σε κάθε άκρο, όπως λ.χ. το άλογο.

Greek Monotonic

μονοδάκτῠλος: -ον, αυτός που έχει μόνο ένα δάκτυλο, σε Λουκ.