μονολέων: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monoleon
|Transliteration C=monoleon
|Beta Code=monole/wn
|Beta Code=monole/wn
|Definition=Ion. μουνο-, οντος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">solitary</b>, i. e. <b class="b2">singularly fierce, lion</b>, AP6.221 (Leon.).</span>
|Definition=Ion. μουνο-, οντος, ὁ, [[solitary]], i.e. [[singularly fierce]], [[lion]], AP6.221 (Leon.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0203.png Seite 203]] οντος, ὁ, u. p. μουνολέων, Leonid. Al. 12 (VI, 221), der einzelne od. der ungewöhnlich große Löwe, der einzig in seiner Art ist.
}}
{{elru
|elrutext='''μονολέων:''' ион. [[μουνολέων]], οντος ὁ единственный в своем роде, т. е. небывалый, огромный лев Anth.
}}
{{ls
|lstext='''μονολέων''': Ἰων. μουν-, οντος, ὁ, [[μόνος]], μοναδικὸς εἰς τὸ εἶδός του [[λέων]], δηλ. κατ’ ἐξοχὴν [[μέγας]], [[πελώριος]] [[λέων]], Ἀνθ. Π. 6. 221· πρβλ. [[μονόλυκος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μονολέων]], ιων. τ. μουνολέων, -οντος, ὁ (Α)<br />πολύ μεγάλο, μοναδικό στο [[είδος]] του [[λιοντάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λέων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μονολέων:''' Ιων. μουνο-, μοναδικό τεράστιο [[λιοντάρι]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=a [[singularly]] [[huge]] [[lion]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 09:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονολέων Medium diacritics: μονολέων Low diacritics: μονολέων Capitals: ΜΟΝΟΛΕΩΝ
Transliteration A: monoléōn Transliteration B: monoleōn Transliteration C: monoleon Beta Code: monole/wn

English (LSJ)

Ion. μουνο-, οντος, ὁ, solitary, i.e. singularly fierce, lion, AP6.221 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 203] οντος, ὁ, u. p. μουνολέων, Leonid. Al. 12 (VI, 221), der einzelne od. der ungewöhnlich große Löwe, der einzig in seiner Art ist.

Russian (Dvoretsky)

μονολέων: ион. μουνολέων, οντος ὁ единственный в своем роде, т. е. небывалый, огромный лев Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μονολέων: Ἰων. μουν-, οντος, ὁ, μόνος, μοναδικὸς εἰς τὸ εἶδός του λέων, δηλ. κατ’ ἐξοχὴν μέγας, πελώριος λέων, Ἀνθ. Π. 6. 221· πρβλ. μονόλυκος.

Greek Monolingual

μονολέων, ιων. τ. μουνολέων, -οντος, ὁ (Α)
πολύ μεγάλο, μοναδικό στο είδος του λιοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + λέων.

Greek Monotonic

μονολέων: Ιων. μουνο-, μοναδικό τεράστιο λιοντάρι, σε Ανθ.

Middle Liddell

a singularly huge lion, Anth.