μύρωμα: Difference between revisions
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myroma | |Transliteration C=myroma | ||
|Beta Code=mu/rwma | |Beta Code=mu/rwma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[ointment spread for use]], Ar.''Ec.''1117, cf. Eust.1295.20. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0222.png Seite 222]] τό, die aufgestrichene Salbe; μεμύρωμαι τὴν κεφαλὴν μυρώμασιν, Ar. Eccl. 1117; Sp. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μύρωμα:''' ατος (ῠ) τό благовонная мазь Arph. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μύρωμα''': [ῠ], τό, χρησιμεῦον πρὸς μύρωσιν, Ἀλκαῖ. παρ’ Εὐστ. 1295, 20, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1117. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (ΑΜ [[μύρωμα]]) [[μυρώνω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[μυρώνω]], η [[επάλειψη]] με [[μύρο]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) <b>εκκλ.</b> η [[επάλειψη]] τών βαπτιζομένων με άγιο [[μύρο]] ή η [[σταυροειδής]] [[επίχριση]] του μετώπου τών χριστιανών με αγιασμένο [[έλαιο]] [[κατά]] την [[διάρκεια]] του ευχελαίου ή άλλων τελετών<br /><b>αρχ.</b><br />το [[υγρό]] που χρησιμοποιείται στη [[διαδικασία]] του μυρώματος, το [[μύρο]], το [[χρίσμα]]. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[scented ointment]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:51, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, ointment spread for use, Ar.Ec.1117, cf. Eust.1295.20.
German (Pape)
[Seite 222] τό, die aufgestrichene Salbe; μεμύρωμαι τὴν κεφαλὴν μυρώμασιν, Ar. Eccl. 1117; Sp.
Russian (Dvoretsky)
μύρωμα: ατος (ῠ) τό благовонная мазь Arph.
Greek (Liddell-Scott)
μύρωμα: [ῠ], τό, χρησιμεῦον πρὸς μύρωσιν, Ἀλκαῖ. παρ’ Εὐστ. 1295, 20, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1117.
Greek Monolingual
το (ΑΜ μύρωμα) μυρώνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μυρώνω, η επάλειψη με μύρο
(νεοελλ.-μσν.) εκκλ. η επάλειψη τών βαπτιζομένων με άγιο μύρο ή η σταυροειδής επίχριση του μετώπου τών χριστιανών με αγιασμένο έλαιο κατά την διάρκεια του ευχελαίου ή άλλων τελετών
αρχ.
το υγρό που χρησιμοποιείται στη διαδικασία του μυρώματος, το μύρο, το χρίσμα.