νεκυάμβατος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nekyamvatos
|Transliteration C=nekyamvatos
|Beta Code=nekua/mbatos
|Beta Code=nekua/mbatos
|Definition=ον, (ἀναβαίνω) of Charon's boat, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">embarked in by the dead</b>, Epic. ap. <span class="bibl">Paus.10.28.2</span>.</span>
|Definition=νεκυάμβατον, ([[ἀναβαίνω]]) of Charon's boat, [[embarked in by the dead]], Epic. ap. Paus.10.28.2.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0238.png Seite 238]] (ἀνάβατος), von den Todten bestiegen, betreten, [[ναῦς]], poet, bei Paus. 10, 28, 2.
}}
{{ls
|lstext='''νεκυάμβᾰτος''': -ον, ([[ἀναβαίνω]]) ἐπὶ τοῦ πορθμείου τοῦ Χάρωνος, εἰς ὃ ἐμβαίνουσιν οἱ νεκροί, Ποιητὴς παρὰ Παυσ. 10. 28, 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεκυάμβατος]], -ον (Α)<br />(για το [[πλοίο]] του Χάρωνος) αυτός στον οποίο επιβαίνουν νεκροί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέκυς]] «[[νεκρός]]» <span style="color: red;">+</span> <i>ἀμβατός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀναβαίνω]], ποιητ. τ. [[αντί]] [[ἀναβατός]]) «αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να ανεβεί», [[πρβλ]]. [[ανάμβατος]], [[πετράμβατος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκῠάμβᾰτος Medium diacritics: νεκυάμβατος Low diacritics: νεκυάμβατος Capitals: ΝΕΚΥΑΜΒΑΤΟΣ
Transliteration A: nekyámbatos Transliteration B: nekyambatos Transliteration C: nekyamvatos Beta Code: nekua/mbatos

English (LSJ)

νεκυάμβατον, (ἀναβαίνω) of Charon's boat, embarked in by the dead, Epic. ap. Paus.10.28.2.

German (Pape)

[Seite 238] (ἀνάβατος), von den Todten bestiegen, betreten, ναῦς, poet, bei Paus. 10, 28, 2.

Greek (Liddell-Scott)

νεκυάμβᾰτος: -ον, (ἀναβαίνω) ἐπὶ τοῦ πορθμείου τοῦ Χάρωνος, εἰς ὃ ἐμβαίνουσιν οἱ νεκροί, Ποιητὴς παρὰ Παυσ. 10. 28, 2.

Greek Monolingual

νεκυάμβατος, -ον (Α)
(για το πλοίο του Χάρωνος) αυτός στον οποίο επιβαίνουν νεκροί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + ἀμβατός (< ἀναβαίνω, ποιητ. τ. αντί ἀναβατός) «αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανεβεί», πρβλ. ανάμβατος, πετράμβατος].