ὁμολογητικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omologitikos
|Transliteration C=omologitikos
|Beta Code=o(mologhtiko/s
|Beta Code=o(mologhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for confessing:</b> Adv. -κῶς, ὀμνύειν <span class="bibl">Eust. 233.40</span>.</span>
|Definition=ὁμολογητική, ὁμολογητικόν, of or for confessing: Adv. [[ὁμολογητικῶς]], [[ὀμνύειν]] Eust. 233.40.
}}
{{ls
|lstext='''ὁμολογητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁμολογίαν. ― Ἐπίρρ. -κῶς. Εὐστ. 233. 41.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[ὁμολογητικός]], -ή, -όν) [[ομολογητής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ομολογία]] ή στον ομολογητή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁμολογητικόν</i><br />[[επιβεβαίωση]], [[επικύρωση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμολογητικῶς</i> (Μ)<br />με ομολογητικό τρόπο, όπως ο [[ομολογητής]].
}}
}}

Latest revision as of 11:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμολογητικός Medium diacritics: ὁμολογητικός Low diacritics: ομολογητικός Capitals: ΟΜΟΛΟΓΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: homologētikós Transliteration B: homologētikos Transliteration C: omologitikos Beta Code: o(mologhtiko/s

English (LSJ)

ὁμολογητική, ὁμολογητικόν, of or for confessing: Adv. ὁμολογητικῶς, ὀμνύειν Eust. 233.40.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμολογητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁμολογίαν. ― Ἐπίρρ. -κῶς. Εὐστ. 233. 41.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ὁμολογητικός, -ή, -όν) ομολογητής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομολογία ή στον ομολογητή
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμολογητικόν
επιβεβαίωση, επικύρωση.
επίρρ...
ὁμολογητικῶς (Μ)
με ομολογητικό τρόπο, όπως ο ομολογητής.