παραμυθητής: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paramythitis | |Transliteration C=paramythitis | ||
|Beta Code=paramuqhth/s | |Beta Code=paramuqhth/s | ||
|Definition= | |Definition=παραμυθητοῦ, ὁ, [[consoler]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[παρακλήτορες]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0490.png Seite 490]] ὁ, der Ermunternde, Tröstende, Hesych. erkl. [[παρακλήτωρ]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παραμῡθητής''': -οῦ, ὁ, ὁ παρηγορῶν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. παρακλήτορες. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΝΑ [[παραμυθούμαι]] / <i>παραμυθώ]]<br />αυτός που με [[λόγια]] ή πράξεις προσπαθεί να απαλύνει τον [[ψυχικό]] πόνο κάποιου άλλου, [[παρηγορητής]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 25 August 2023
English (LSJ)
παραμυθητοῦ, ὁ, consoler, Hsch. s.v. παρακλήτορες.
German (Pape)
[Seite 490] ὁ, der Ermunternde, Tröstende, Hesych. erkl. παρακλήτωρ.
Greek (Liddell-Scott)
παραμῡθητής: -οῦ, ὁ, ὁ παρηγορῶν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. παρακλήτορες.
Greek Monolingual
ὁ, ΝΑ παραμυθούμαι / παραμυθώ]]
αυτός που με λόγια ή πράξεις προσπαθεί να απαλύνει τον ψυχικό πόνο κάποιου άλλου, παρηγορητής.