ἀναρίτης: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(2)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anaritis
|Transliteration C=anaritis
|Beta Code=a)nari/ths
|Beta Code=a)nari/ths
|Definition=[<b class="b3">ῑ], ου, ὁ,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[νηρείτης]], Ibyc.22, <span class="bibl">Epich.42</span>, cf. <span class="bibl">114</span>, <span class="bibl">Herod. 11</span> (ἀνηρ-). (ῑ not ει acc. to Hdn.Gr.<span class="bibl">2.475</span>.)</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, = [[νηρείτης]], Ibyc.22, Epich.42, cf. 114, Herod. 11 (ἀνηρ-). (ῑ not ει acc. to Hdn.Gr.2.475.)
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀνᾱρίτης) v. [[ἀνηρίτης]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0205.png Seite 205]] ὁ, eine Meerschnecke, Ibyc. frg. 34; Ath. III, 86 b; auch νηρίτης.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνᾱρίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, = [[νηρείτης]], Ἴβυκ. 34, Ἐπίχ. 23 Ahr.· πρβλ. [[νηριτοτρόφος]]. - «[[ζῷον]] κοχλιῶδες ἐν πέτραις» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀναρίτης]], ο (Α)<br />θαλάσσιο όστρακο πολύχρωμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τύπος των δυτ. ελληνικών διαλέκτων [[αντί]] [[νηρείτης]], [[νηρίτης]] (όνομα διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχυλιών)].
}}
{{etym
|etymtx=See also: [[νηρίτης]]
}}
{{FriskDe
|ftr='''ἀναρίτης''': {anarítēs}<br />'''Etymology''': westgriechisch für [[νηρίτης]] (Magnien MSL 21, 59), s. d.<br />'''Page''' 1,103
}}
}}

Latest revision as of 11:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνᾱρίτης Medium diacritics: ἀναρίτης Low diacritics: αναρίτης Capitals: ΑΝΑΡΙΤΗΣ
Transliteration A: anarítēs Transliteration B: anaritēs Transliteration C: anaritis Beta Code: a)nari/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, = νηρείτης, Ibyc.22, Epich.42, cf. 114, Herod. 11 (ἀνηρ-). (ῑ not ει acc. to Hdn.Gr.2.475.)

Spanish (DGE)

(ἀνᾱρίτης) v. ἀνηρίτης.

German (Pape)

[Seite 205] ὁ, eine Meerschnecke, Ibyc. frg. 34; Ath. III, 86 b; auch νηρίτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνᾱρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = νηρείτης, Ἴβυκ. 34, Ἐπίχ. 23 Ahr.· πρβλ. νηριτοτρόφος. - «ζῷον κοχλιῶδες ἐν πέτραις» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἀναρίτης, ο (Α)
θαλάσσιο όστρακο πολύχρωμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος των δυτ. ελληνικών διαλέκτων αντί νηρείτης, νηρίτης (όνομα διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχυλιών)].

Frisk Etymological English

See also: νηρίτης

Frisk Etymology German

ἀναρίτης: {anarítēs}
Etymology: westgriechisch für νηρίτης (Magnien MSL 21, 59), s. d.
Page 1,103