περιανίστημι: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perianistimi
|Transliteration C=perianistimi
|Beta Code=periani/sthmi
|Beta Code=periani/sthmi
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rouse up</b>, τινα dub. in <span class="bibl">Ph.2.552</span>:—Pass., with aor. 2, pf., and plpf. Act., <b class="b2">arise from sleep, start up</b>, <span class="bibl">Id.1.672</span>, al., <span class="bibl">Apollod.2.1.4</span>.</span>
|Definition=[[rouse up]], τινα dub. in Ph.2.552:—Pass., with aor. 2, pf., and plpf. Act., [[arise from sleep]], [[start up]], Id.1.672, al., Apollod.2.1.4.
}}
{{ls
|lstext='''περιανίστημι''': [[ἐγείρω]] τινὰ ἐκ τοῦ ὕπνου, [[ἀφυπνίζω]], τινὰ Φίλων 2. 552. ― Παθ., μετ’ ἀορ. β΄, πρκμ. καὶ ὑπερσ. ἐνεργ., ἀφυπνίζομαι, «ἐξυπνῶ», περιαναστὰς ἐκ βαθέος ὕπνου Φίλων 1. 672, Ἀπολλόδ. 2. 1, 4.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[σηκώνω]] κάποιον από τον ύπνο, [[ξυπνώ]] («ῥίπτει [[βέλος]]... καὶ κοιμωμένου Σατύρου τυγχάνει, κἀκεῖνος περιαναστάς», Αππολλδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνίστημι]] «[[σηκώνω]], [[εγείρω]] κάποιον»].
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιανίστημι Medium diacritics: περιανίστημι Low diacritics: περιανίστημι Capitals: ΠΕΡΙΑΝΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: perianístēmi Transliteration B: perianistēmi Transliteration C: perianistimi Beta Code: periani/sthmi

English (LSJ)

rouse up, τινα dub. in Ph.2.552:—Pass., with aor. 2, pf., and plpf. Act., arise from sleep, start up, Id.1.672, al., Apollod.2.1.4.

Greek (Liddell-Scott)

περιανίστημι: ἐγείρω τινὰ ἐκ τοῦ ὕπνου, ἀφυπνίζω, τινὰ Φίλων 2. 552. ― Παθ., μετ’ ἀορ. β΄, πρκμ. καὶ ὑπερσ. ἐνεργ., ἀφυπνίζομαι, «ἐξυπνῶ», περιαναστὰς ἐκ βαθέος ὕπνου Φίλων 1. 672, Ἀπολλόδ. 2. 1, 4.

Greek Monolingual

Α
σηκώνω κάποιον από τον ύπνο, ξυπνώ («ῥίπτει βέλος... καὶ κοιμωμένου Σατύρου τυγχάνει, κἀκεῖνος περιαναστάς», Αππολλδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἀνίστημι «σηκώνω, εγείρω κάποιον»].