ἐννάλιος: Difference between revisions

From LSJ

Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)

Source
(21)
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ἐννᾰλιος</b> (Schr.: [[ἐνάλιος]] passim codd.: [[εἰνάλιος]] byz.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of, by, in the [[sea]] ἐνναλία τ' Ἐλευσὶς (O. 9.99) [[ἅτε]] γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας (O. 2.79) “φέρομεν νώτων [[ὕπερ]] γαίας ἐρήμων ἐννάλιον [[δόρυ]]” (P. 4.27) Ποσειδάωνος ἐνναλίου i. e. as [[god]] of the [[sea]] (P. 4.204) ἤ μέ [[τις]] [[ἄνεμος]] [[ἔξω]] πλόου ἔβαλεν, ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν (P. 11.40) ἐνναλίᾳ Σερίφῳ (P. 12.12) “[[πεύθομαι]] δ' αὐτὸν ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ” (Thiersch: -ία codd.: -ίᾳ Σ.) (P. 4.39)
|sltr=<b>ἐννᾰλιος</b> (Schr.: [[ἐνάλιος]] passim codd.: [[εἰνάλιος]] byz.) of, by, in the [[sea]] ἐνναλία τ' Ἐλευσὶς (O. 9.99) [[ἅτε]] γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας (O. 2.79) “φέρομεν νώτων [[ὕπερ]] γαίας ἐρήμων ἐννάλιον [[δόρυ]]” (P. 4.27) Ποσειδάωνος ἐνναλίου i. e. as [[god]] of the [[sea]] (P. 4.204) ἤ μέ [[τις]] [[ἄνεμος]] [[ἔξω]] πλόου ἔβαλεν, ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν (P. 11.40) ἐνναλίᾳ Σερίφῳ (P. 12.12) “[[πεύθομαι]] δ' αὐτὸν ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ” (Thiersch: -ία codd.: -ίᾳ Σ.) (P. 4.39)
}}
{{Slater
|sltr=<b>ἐννᾰλιος</b> (Schr.: [[ἐνάλιος]] passim codd.: [[εἰνάλιος]] byz.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of, by, in the [[sea]] ἐνναλία τ' Ἐλευσὶς (O. 9.99) [[ἅτε]] γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας (O. 2.79) “φέρομεν νώτων [[ὕπερ]] γαίας ἐρήμων ἐννάλιον [[δόρυ]]” (P. 4.27) Ποσειδάωνος ἐνναλίου i. e. as [[god]] of the [[sea]] (P. 4.204) ἤ μέ [[τις]] [[ἄνεμος]] [[ἔξω]] πλόου ἔβαλεν, ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν (P. 11.40) ἐνναλίᾳ Σερίφῳ (P. 12.12) “[[πεύθομαι]] δ' αὐτὸν ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ” (Thiersch: -ία codd.: -ίᾳ Σ.) (P. 4.39)
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 3 September 2022

English (Slater)

ἐννᾰλιος (Schr.: ἐνάλιος passim codd.: εἰνάλιος byz.) of, by, in the sea ἐνναλία τ' Ἐλευσὶς (O. 9.99) ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας (O. 2.79) “φέρομεν νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων ἐννάλιον δόρυ” (P. 4.27) Ποσειδάωνος ἐνναλίου i. e. as god of the sea (P. 4.204) ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν, ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν (P. 11.40) ἐνναλίᾳ Σερίφῳ (P. 12.12) “πεύθομαι δ' αὐτὸν ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ” (Thiersch: -ία codd.: -ίᾳ Σ.) (P. 4.39)