εἰνάλιος
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
η, ον, poet. for ἐνάλιος.
Spanish (DGE)
v. ἐνάλιος.
German (Pape)
[Seite 733] p. = ἐνάλιος; κῆτος Od. 4, 443; εἰναλίη κήξ, κορῶναι, 5, 67. 15, 478; εἰναλία Ἔλευσις Pind. Ol. 9, 106; Theocr. 21, 39 u. a. D.
French (Bailly abrégé)
épq. c. ἐνάλιος.
Russian (Dvoretsky)
εἰνάλιος: Hom., Pind., Soph. = ἐνάλιος.
Greek (Liddell-Scott)
εἰνάλιος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ ἐνάλιος.
English (Autenrieth)
(ἅλς): in or of the sea, sea-. (Od.)
English (Slater)
εἰνάλιος v. ἐννάλιος.
Greek Monolingual
βλ. ενάλιος.
Greek Monotonic
εἰνάλιος: -η, -ον, ποιητ. αντί ἐνάλιος.