εὔσκιος: Difference between revisions

(21)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyskios
|Transliteration C=eyskios
|Beta Code=eu)/skios
|Beta Code=eu)/skios
|Definition=ον, (σκιά) = foreg., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> Ἀχέροντος ἀκτά <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>11.21</span>; ἐν εὐσκίοις δρόμοισιν Ἀκαδήμου θεοῦ <span class="bibl">Eup.32</span>; οἰκία <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>9.4</span>; ἄλσος <span class="bibl">Theoc.7.8</span>.</span>
|Definition=εὔσκιον, (> σκιά) = [[εὐσκίαστος]] ([[well-shaded]], [[shadowy]]), Ἀχέροντος ἀκτά Pi. ''P.'' 11.21 ; ἐν εὐσκίοις δρόμοισιν Ἀκαδήμου θεοῦ Eup. 32 ; οἰκία X. ''Oec.'' 9.; ἄλσος Theoc. 7.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1098.png Seite 1098]] mit gutem Schatten, schattenreich; Ἀχέροντος [[ἀκτή]] Pind. P. 11, 21; [[οἰκία]] Xen. Oec. 9, 4; [[ἄλσος]] Theocr. 7, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1098.png Seite 1098]] mit gutem Schatten, schattenreich; Ἀχέροντος [[ἀκτή]] Pind. P. 11, 21; [[οἰκία]] Xen. Oec. 9, 4; [[ἄλσος]] Theocr. 7, 8.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[bien ombragé]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σκιά]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔσκιος:''' эп. ἐΰσκιος 2<br /><b class="num">1</b> [[покрытый густой тенью]], [[тенистый]] ([[ἄλσος]] Theocr.);<br /><b class="num">2</b> [[находящийся в тени]] ([[οἰκία]] Xen.);<br /><b class="num">3</b> [[погруженный в мрак]] (Ἀχέροντος [[ἀκτά]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔσκιος''': -ον, (σκιὰ) = τῷ προηγ., Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ’ εὔσκιον Πινδ. Π. 11. 33∙ ἐν εὐσκίοις δρόμοισιν Ἀκαδήμου θεοῦ Εὔπολις ἐν «Ἀστρατεύτοις» 3∙ [[οἰκία]] Ξεν. Οἰκ. 9. 4∙ ἐΰσκιον [[ἄλσος]] Θεόκρ. 7. 8.
|lstext='''εὔσκιος''': -ον, (σκιὰ) = τῷ προηγ., Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ’ εὔσκιον Πινδ. Π. 11. 33∙ ἐν εὐσκίοις δρόμοισιν Ἀκαδήμου θεοῦ Εὔπολις ἐν «Ἀστρατεύτοις» 3∙ [[οἰκία]] Ξεν. Οἰκ. 9. 4∙ ἐΰσκιον [[ἄλσος]] Θεόκρ. 7. 8.
}}
}}
{{bailly
{{Slater
|btext=ος, ον :<br />bien ombragé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σκιά]].
|sltr=[[εὔσκιος]], -ον</b> [[shadowy]] Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον (P. 11.21)
}}
{{grml
|mltxt=-ο (ΑΜ [[εὔσκιος]], -ον)<br />αυτός που σκιάζεται καλά (α. «[[εύσκιος]] [[πλατεία]]» β. «[[εὔσκιος]] Ἀχέροντος ἀκτά», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για δένδρα) αυτός που ρίχνει άφθονη [[σκιά]] («[[εύσκιος]] [[πλάτανος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκοτεινός]], κεκαλυμμένος, [[δυσδιάκριτος]] («[[εὔσκιος]] ἐπὶ τὴν κλίνην τῆς [[κάτω]] ζωῆς καταβαίνει, τῆ ὑλικῇ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος φύσει συσκιαζόμενος» — κατεβαίνει ο Ιησούς στην [[κλίνη]] του [[κάτω]] κόσμου, [[δυσδιάκριτος]] ως [[προς]] τη θεϊκή του [[υπόσταση]], [[επειδή]] έριχνε [[επάνω]] του τη [[σκιά]] της η υλική [[φύση]] του ανθρώπινου σώματος, Γρηγ. Νύσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκιά]]), [[πρβλ]]. [[άσκιος]], [[βαθύσκιος]]].
}}
}}
{{Slater
{{lsm
|sltr=[[εὔσκιος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[shadowy]] Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον (P. 11.21)
|lsmtext='''εὔσκιος:''' -ον ([[σκιά]]), = το προηγ., σε Πίνδ., Ξεν.
}}
}}
{{Slater
{{mdlsj
|sltr=[[εὔσκιος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[shadowy]] Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον (P. 11.21)
|mdlsjtxt=εὔ-σκιος, ον [[σκιά]] = [[εὐσκίαστος]], Pind., Xen.]
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

English (LSJ)

εὔσκιον, (> σκιά) = εὐσκίαστος (well-shaded, shadowy), Ἀχέροντος ἀκτά Pi. P. 11.21 ; ἐν εὐσκίοις δρόμοισιν Ἀκαδήμου θεοῦ Eup. 32 ; οἰκία X. Oec. 9.4 ; ἄλσος Theoc. 7.8.

German (Pape)

[Seite 1098] mit gutem Schatten, schattenreich; Ἀχέροντος ἀκτή Pind. P. 11, 21; οἰκία Xen. Oec. 9, 4; ἄλσος Theocr. 7, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien ombragé.
Étymologie: εὖ, σκιά.

Russian (Dvoretsky)

εὔσκιος: эп. ἐΰσκιος 2
1 покрытый густой тенью, тенистый (ἄλσος Theocr.);
2 находящийся в тени (οἰκία Xen.);
3 погруженный в мрак (Ἀχέροντος ἀκτά Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔσκιος: -ον, (σκιὰ) = τῷ προηγ., Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ’ εὔσκιον Πινδ. Π. 11. 33∙ ἐν εὐσκίοις δρόμοισιν Ἀκαδήμου θεοῦ Εὔπολις ἐν «Ἀστρατεύτοις» 3∙ οἰκία Ξεν. Οἰκ. 9. 4∙ ἐΰσκιον ἄλσος Θεόκρ. 7. 8.

English (Slater)

εὔσκιος, -ον shadowy Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον (P. 11.21)

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ εὔσκιος, -ον)
αυτός που σκιάζεται καλά (α. «εύσκιος πλατεία» β. «εὔσκιος Ἀχέροντος ἀκτά», Πίνδ.)
νεοελλ.
(για δένδρα) αυτός που ρίχνει άφθονη σκιάεύσκιος πλάτανος»)
αρχ.
σκοτεινός, κεκαλυμμένος, δυσδιάκριτοςεὔσκιος ἐπὶ τὴν κλίνην τῆς κάτω ζωῆς καταβαίνει, τῆ ὑλικῇ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος φύσει συσκιαζόμενος» — κατεβαίνει ο Ιησούς στην κλίνη του κάτω κόσμου, δυσδιάκριτος ως προς τη θεϊκή του υπόσταση, επειδή έριχνε επάνω του τη σκιά της η υλική φύση του ανθρώπινου σώματος, Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σκιος (< σκιά), πρβλ. άσκιος, βαθύσκιος].

Greek Monotonic

εὔσκιος: -ον (σκιά), = το προηγ., σε Πίνδ., Ξεν.

Middle Liddell

εὔ-σκιος, ον σκιά = εὐσκίαστος, Pind., Xen.]