ἄιστος: Difference between revisions

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
(SL_1)
(CSV import)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἄιστος]] v. [[ἄισος]].
|sltr=[[ἄιστος]] v. [[ἄισος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[α <i>privat.</i>,., *[[εἴδω]]<br /><b class="num">I.</b> not to be [[seen]], [[unseen]].<br /><b class="num">II.</b> act. [[unconscious]] of, c. gen., Eur.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀόρατος]], [[ἄγνωστος]]). Ἀπό τό α στερητ. + [[ἰδεῖν]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] ὁρῶ.
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 14 October 2022

German (Pape)

[Seite 62] verschwunden, τινὰ ποιεῖν, Jemand verschwinden lassen; Hom. dreimal, Od. 1, 235 οἳ κεῖνον μὲν ἄιστον ἐποίησαν περὶ πάντων ἀνθρώπων, 242 οἴχετ' ἄιστος ἄπυστος, Il. 14, 258 καί κέ μ' ἄιστον ἀπ' αἰθέρος ἐμβαλε πόντῳ, εἰ μὴ νὺξ ἐσάωσε. Zusammengezogen nur Aesch. Eum. 565 ὠλετο αἴστος; ἄϊστον ἐκ θρόνων ἐκβαλεῖ Pers. 797, u. öfters Sp.; unbekannt Ap. Rh. 4, 746; Arat. 616; ruhmlos Qu. Sm. 2, 428. Bei Eur. Troad. 1305 ἄτας ἐμᾶς ἄιστος εἶ akt., du kennst mein Unheil nicht, vgl. 313. Bei Stesichor. frg. 97 heißt Ἀθήνη so, die verwüstende.

English (Autenrieth)

(ϝιδε̄ιν): unseen; οἴχετ' ἄιστος, ἄπυστος, Od. 1.242; καί κέ μ ἄιστον ἔμβαλε πόντῳ, ‘to be seen no more.’

English (Slater)

ἄιστος v. ἄισος.

Middle Liddell

privat.,., *εἴδω
I. not to be seen, unseen.
II. act. unconscious of, c. gen., Eur.

Mantoulidis Etymological

(=ἀόρατος, ἄγνωστος). Ἀπό τό α στερητ. + ἰδεῖν. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ὁρῶ.