κάρυξ: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
(SL_1)
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>κᾱρυξ</b> ([[κάρυξ]], [κᾶρυξ edd., fr. 140a. 68 (42), cf. Herodian., (I. 44.15) L], -ῦκος, -ῦκα, -υξ; -κες, -κας.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[herald]] [[θεῶν]] κάρυκα Ἑρμᾶν (O. 6.78) ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ (O. 13.100) Πυθιάδος δ' ἐν δρόμῳ [[κάρυξ]] ἀνέειπέ νιν (P. 1.32) [[ὤρνυεν]] κάρυκας ἐόντα πλόον [[φαινέμεν]] [[παντᾷ]] (P. 4.170) Θεανδρίδαισι δ' ἀεξιγυίων ἀέθλων [[κάρυξ]] [[ἑτοῖμος]] [[ἔβαν]] (N. 4.74) Ὥρα [[πότνια]], [[κάρυξ]] Ἀφροδίτας ἀμβροσιᾶν φιλοτάτων (N. 8.1) Νικόμαχος ὅν τε καὶ κάρυκες ὡρᾶν ἀνέγνον, σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι at [[Olympia]] (I. 2.23) ἐμὲ δ' ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Ἑλλάδι Δ. 2. 2. [[ὅτε]] Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόροιο [[κάρυξ]] (κᾶρυξ edd.: sine accentu Π: sc. [[Ἡρακλέης]]) fr. 140a. 68 (42).
|sltr=<b>κᾱρυξ</b> ([[κάρυξ]], [κᾶρυξ edd., fr. 140a. 68 (42), cf. Herodian., (I. 44.15) L], -ῦκος, -ῦκα, -υξ; -κες, -κας.) [[herald]] [[θεῶν]] κάρυκα Ἑρμᾶν (O. 6.78) ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ (O. 13.100) Πυθιάδος δ' ἐν δρόμῳ [[κάρυξ]] ἀνέειπέ νιν (P. 1.32) [[ὤρνυεν]] κάρυκας ἐόντα πλόον [[φαινέμεν]] [[παντᾷ]] (P. 4.170) Θεανδρίδαισι δ' ἀεξιγυίων ἀέθλων [[κάρυξ]] [[ἑτοῖμος]] [[ἔβαν]] (N. 4.74) Ὥρα [[πότνια]], [[κάρυξ]] Ἀφροδίτας ἀμβροσιᾶν φιλοτάτων (N. 8.1) Νικόμαχος ὅν τε καὶ κάρυκες ὡρᾶν ἀνέγνον, σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι at [[Olympia]] (I. 2.23) ἐμὲ δ' ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Ἑλλάδι Δ. 2. 2. [[ὅτε]] Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόροιο [[κάρυξ]] (κᾶρυξ edd.: sine accentu Π: sc. [[Ἡρακλέης]]) fr. 140a. 68 (42).
}}
{{grml
|mltxt=κᾱρυξ, -υκος, ὁ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[κήρυκας]].
}}
}}

Latest revision as of 11:26, 3 September 2022

Greek (Liddell-Scott)

κάρυξ: Δωρ. ἀντὶ κήρυξ.

English (Slater)

κᾱρυξ (κάρυξ, [κᾶρυξ edd., fr. 140a. 68 (42), cf. Herodian., (I. 44.15) L], -ῦκος, -ῦκα, -υξ; -κες, -κας.) herald θεῶν κάρυκα Ἑρμᾶν (O. 6.78) ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ (O. 13.100) Πυθιάδος δ' ἐν δρόμῳ κάρυξ ἀνέειπέ νιν (P. 1.32) ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ (P. 4.170) Θεανδρίδαισι δ' ἀεξιγυίων ἀέθλων κάρυξ ἑτοῖμος ἔβαν (N. 4.74) Ὥρα πότνια, κάρυξ Ἀφροδίτας ἀμβροσιᾶν φιλοτάτων (N. 8.1) Νικόμαχος ὅν τε καὶ κάρυκες ὡρᾶν ἀνέγνον, σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι at Olympia (I. 2.23) ἐμὲ δ' ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Ἑλλάδι Δ. 2. 2. ὅτε Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόροιο κάρυξ (κᾶρυξ edd.: sine accentu Π: sc. Ἡρακλέης) fr. 140a. 68 (42).

Greek Monolingual

κᾱρυξ, -υκος, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κήρυκας.