ἀκαταμάθητος: Difference between revisions
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
(big3_2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akatamathitos | |Transliteration C=akatamathitos | ||
|Beta Code=a)katama/qhtos | |Beta Code=a)katama/qhtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκαταμάθητον, [[not learnt]] or [[known]], Hp.''Acut.'' 7,51, Plot.3.9.3. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[desconocido]] ὁπόσα ἀκαταμάθητά ἐστιν τοῖς ἰητροῖς Hp.<i>Acut</i>.7, cf. 51, Plot.3.9.9. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκαταμάθητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μάθῃ ἢ γνωρίσῃ ἢ ἐννοήσῃ, Ἱππ. περὶ Ὀξ. 384. | |lstext='''ἀκαταμάθητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μάθῃ ἢ γνωρίσῃ ἢ ἐννοήσῃ, Ἱππ. περὶ Ὀξ. 384. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταμάθητος]], -ον) [[καταμανθάνω]]<br />[[εκείνος]], τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να καταμάθει, να εννοήσει καλά<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν [[είναι]] πλήρως [[γνωστός]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[unbekannt]]</i>, Hippocr. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:45, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκαταμάθητον, not learnt or known, Hp.Acut. 7,51, Plot.3.9.3.
Spanish (DGE)
-ον
desconocido ὁπόσα ἀκαταμάθητά ἐστιν τοῖς ἰητροῖς Hp.Acut.7, cf. 51, Plot.3.9.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταμάθητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μάθῃ ἢ γνωρίσῃ ἢ ἐννοήσῃ, Ἱππ. περὶ Ὀξ. 384.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκαταμάθητος, -ον) καταμανθάνω
εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταμάθει, να εννοήσει καλά
αρχ.
αυτός που δεν είναι πλήρως γνωστός.
German (Pape)
unbekannt, Hippocr.