ἐγκάθισμα: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
(big3_13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=egkathisma | |Transliteration C=egkathisma | ||
|Beta Code=e)gka/qisma | |Beta Code=e)gka/qisma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[sitz-bath]], Dsc.3.113, ''Gp.''12.23.5, Sor.1.56, etc.<br><span class="bld">II</span> [[dwelling on a syllable in pronunciation]], [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]'' 20,22 fin. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> medic. [[baño de asiento]] ἡ ῥίζα (ἀκόρου) ... ὠφελεῖ ... εἰς [[ἐγκάθισμα]] ... πρὸς τὰ γυναικεῖα Dsc.1.2, cf. 7, ἐγκαθίσματα ταῖς αἱμορραγούσαις Paul.Aeg.3.62.3, cf. Crateuas <i>Fr</i>.3, <i>Cyran</i>.1.1.97, Sor.3.4.135, Philum. en Aët.9.19, Ael.Prom.65.29.<br /><b class="num">2</b> gram. [[pausa]], [[demora]] en la dicción αἱ δὲ μακραὶ συλλαβαί, στηριγμούς τινας ἔχουσαι καὶ ἐγκαθίσματα D.H.<i>Comp</i>.20.14, cf. 22.44.<br /><b class="num">3</b> alquim. [[dispositivo interno]] ὄργανα ... ἔχοντα [[ἐγκάθισμα]] ὡσεὶ δρακοντῶδες aparatos con un dispositivo interno en forma de serpiente, e.d., un serpentín</i> Zos.Alch.<i>Comm.Gen</i>.2.1. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 16: | Line 19: | ||
|lstext='''ἐγκάθισμα''': τό, λουτρὸν ἐξ ἀτμοῦ διὰ τὰ [[κάτω]] μέρη τοῦ σώματος [[κυρίως]] διὰ γυναῖκας πρὸς ἀγωγὴν τῶν ἐμμήνων, Διοσκ. 3. 127. ΙΙ. ἀνακοπὴ ἐν τῇ προφορᾷ συλλαβῆς λέξεώς τινος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 20, 22, ἐν τέλ. | |lstext='''ἐγκάθισμα''': τό, λουτρὸν ἐξ ἀτμοῦ διὰ τὰ [[κάτω]] μέρη τοῦ σώματος [[κυρίως]] διὰ γυναῖκας πρὸς ἀγωγὴν τῶν ἐμμήνων, Διοσκ. 3. 127. ΙΙ. ἀνακοπὴ ἐν τῇ προφορᾷ συλλαβῆς λέξεώς τινος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 20, 22, ἐν τέλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[ἐγκάθισμα]], το (Α)<br />[[ατμόλουτρο]] για τα γεννητικά όργανα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A sitz-bath, Dsc.3.113, Gp.12.23.5, Sor.1.56, etc.
II dwelling on a syllable in pronunciation, D.H.Comp. 20,22 fin.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 medic. baño de asiento ἡ ῥίζα (ἀκόρου) ... ὠφελεῖ ... εἰς ἐγκάθισμα ... πρὸς τὰ γυναικεῖα Dsc.1.2, cf. 7, ἐγκαθίσματα ταῖς αἱμορραγούσαις Paul.Aeg.3.62.3, cf. Crateuas Fr.3, Cyran.1.1.97, Sor.3.4.135, Philum. en Aët.9.19, Ael.Prom.65.29.
2 gram. pausa, demora en la dicción αἱ δὲ μακραὶ συλλαβαί, στηριγμούς τινας ἔχουσαι καὶ ἐγκαθίσματα D.H.Comp.20.14, cf. 22.44.
3 alquim. dispositivo interno ὄργανα ... ἔχοντα ἐγκάθισμα ὡσεὶ δρακοντῶδες aparatos con un dispositivo interno en forma de serpiente, e.d., un serpentín Zos.Alch.Comm.Gen.2.1.
German (Pape)
[Seite 703] τό, 1) das Darinsitzen, besonders im Dampfbade, Medic. – 2) bei Sp. das Auflauern, der Hinterhalt. – 3) bei D. Hal. C. V. das Anhalten, Anstoßen in der Rede bei den (schwierig auszusprechenden) Consonanten.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκάθισμα: τό, λουτρὸν ἐξ ἀτμοῦ διὰ τὰ κάτω μέρη τοῦ σώματος κυρίως διὰ γυναῖκας πρὸς ἀγωγὴν τῶν ἐμμήνων, Διοσκ. 3. 127. ΙΙ. ἀνακοπὴ ἐν τῇ προφορᾷ συλλαβῆς λέξεώς τινος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 20, 22, ἐν τέλ.
Greek Monolingual
ἐγκάθισμα, το (Α)
ατμόλουτρο για τα γεννητικά όργανα.