πλησιότης: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(10) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=plisiotis | |Transliteration C=plisiotis | ||
|Beta Code=plhsio/ths | |Beta Code=plhsio/ths | ||
|Definition=ητος, ἡ, | |Definition=-ητος, ἡ, [[neighbourhood]], A.D.''Adv.''161.23, Phlp.''in Mete.''60.9, ''EM''651.32. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πλησιότης''': -ητος, ἡ, οὐσιαστ. τοῦ πλησίον, [[γειτονία]], Α. Β. 571, Ἐτυμολ. Μέγ. 651. 32. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ητος, Α [[πλησίος]]<br />η [[ιδιότητα]] του να βρίσκεται [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]] ή κάποιον [[άλλο]], η [[γειτονία]], [[γειτνίαση]] («[[ἐπίρρημα]] σημαῖνον τὴν πλησιότητα», Απολλ. Δύσκ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:45, 6 February 2024
English (LSJ)
-ητος, ἡ, neighbourhood, A.D.Adv.161.23, Phlp.in Mete.60.9, EM651.32.
Greek (Liddell-Scott)
πλησιότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. τοῦ πλησίον, γειτονία, Α. Β. 571, Ἐτυμολ. Μέγ. 651. 32.
Greek Monolingual
-ητος, Α πλησίος
η ιδιότητα του να βρίσκεται κάτι κοντά σε κάτι ή κάποιον άλλο, η γειτονία, γειτνίαση («ἐπίρρημα σημαῖνον τὴν πλησιότητα», Απολλ. Δύσκ.).