πλήτης: Difference between revisions
From LSJ
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=plitis | |Transliteration C=plitis | ||
|Beta Code=plh/ths | |Beta Code=plh/ths | ||
|Definition= | |Definition=[[πλησιαστής]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] πλητήσαντα· [[δηλοῦντα]], Id. πλητίνες· [[δέλτοι]], Id. πλῆτο, 3sg. aor. Pass. both of [[πίμπλημι]] and of [[πελάζω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0636.png Seite 636]] ὁ, ion. statt [[πελάτης]], Hesych. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πλησιαστής]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] <i>pel</i><i>ā</i>- του [[πέλας]], με μηδενισμένο το πρώτο [[φωνήεν]] και απαθές το δεύτερο, <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 25 August 2023
English (LSJ)
πλησιαστής, Hsch. πλητήσαντα· δηλοῦντα, Id. πλητίνες· δέλτοι, Id. πλῆτο, 3sg. aor. Pass. both of πίμπλημι and of πελάζω.
German (Pape)
[Seite 636] ὁ, ion. statt πελάτης, Hesych.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «πλησιαστής».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη ρίζα pelā- του πέλας, με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο, + κατάλ. -της].