διαμορφωτικός: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(big3_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diamorfotikos
|Transliteration C=diamorfotikos
|Beta Code=diamorfwtiko/s
|Beta Code=diamorfwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">formative</b>, φύσις <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>142</span>.</span>
|Definition=διαμορφωτική, διαμορφωτικόν, [[formative]], φύσις Ptol.''Tetr.''142.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que da forma]] c. gen. τῶν τόπων τούτων ... δ. φύσις Ptol.<i>Tetr</i>.3.12.2.
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que da forma]] c. gen. τῶν τόπων τούτων ... δ. φύσις Ptol.<i>Tetr</i>.3.12.2.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διαμορφωτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[σχετικός]] με τη [[διαμόρφωση]]<br /><b>2.</b> [[ικανός]] να διαμορφώνει ή να διαπλάθει.
}}
}}

Latest revision as of 11:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμορφωτικός Medium diacritics: διαμορφωτικός Low diacritics: διαμορφωτικός Capitals: ΔΙΑΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diamorphōtikós Transliteration B: diamorphōtikos Transliteration C: diamorfotikos Beta Code: diamorfwtiko/s

English (LSJ)

διαμορφωτική, διαμορφωτικόν, formative, φύσις Ptol.Tetr.142.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que da forma c. gen. τῶν τόπων τούτων ... δ. φύσις Ptol.Tetr.3.12.2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διαμορφωτικός, -ή, -όν)
1. σχετικός με τη διαμόρφωση
2. ικανός να διαμορφώνει ή να διαπλάθει.