δουλευτής: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
(big3_12)
(9)
 
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[siervo]] τοῦ θεοῦ <i>A.Pil.B</i> 16.1, glos. a πρόπολος Sch.Opp.<i>H</i>.5.422.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[siervo]] τοῦ θεοῦ <i>A.Pil.B</i> 16.1, glos. a πρόπολος Sch.Opp.<i>H</i>.5.422.
}}
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. [[δουλεύτρια]] και δουλεύτρα, η) (AM [[δουλευτής]], Μ θηλ. [[δουλεύτρια]], η)<br />[[υπηρέτης]], [[δούλος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εργάτης]] που ζει από την [[αμοιβή]] της εργασίας του<br /><b>2.</b> [[εργατικός]], [[φιλόπονος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:06, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 661] ὁ, Diener, Eustath.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
siervo τοῦ θεοῦ A.Pil.B 16.1, glos. a πρόπολος Sch.Opp.H.5.422.

Greek Monolingual

ο (θηλ. δουλεύτρια και δουλεύτρα, η) (AM δουλευτής, Μ θηλ. δουλεύτρια, η)
υπηρέτης, δούλος
μσν.- νεοελλ.
1. εργάτης που ζει από την αμοιβή της εργασίας του
2. εργατικός, φιλόπονος.