γαλακτίτης: Difference between revisions
κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → evil friends bear evil fruit, wicked friends bear wicked fruit, bad friends bear bad fruit
(big3_9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=galaktitis | |Transliteration C=galaktitis | ||
|Beta Code=galakti/ths | |Beta Code=galakti/ths | ||
|Definition=[< | |Definition=[ῑ] λίθος, stone<br><span class="bld">A</span> [[which makes water milky]], Dsc.5.132.<br><span class="bld">II</span> [[γαλακτίτης]], = [[γαλακτίς]] II, ''Glossaria''. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">I</b> mineral.<br /><b class="num">1</b> [[galactita]] Dsc.5.132, Plin.<i>HN</i> 37.162, Solin.7.3, Veg.<i>Mul</i>.3.12.3, <i>Cat.Cod.Astr</i>.9(2).151, Orph.<i>L</i>.2 tít.<br /><b class="num">2</b> [[greda]] Plin.<i>HN</i> 37.162.<br /><b class="num">3</b> [[esmeralda de vetas blancas]], Plin.<i>HN</i> 37.162.<br /><b class="num">II</b> bot. [[lecherina]], [[tésula redonda]], [[Euphorbia peplus]] L. <i>Gloss</i>.3.564. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 16: | Line 19: | ||
|lstext='''γᾰλακτίτης''': [[λίθος]], ὁ, [[εἶδος]] λίθου, [[ὅστις]] ὑγρανθεὶς καὶ τριβόμενος παράγει χυμόν τινα γαλακτώδη, Διοσκ. 5. 150· [[ὡσαύτως]] γαλακτὶς [[πέτρα]] Ὀρφ. Λιθ. 2. 11· πρβλ. [[γαλαξίας]] ΙΙ. | |lstext='''γᾰλακτίτης''': [[λίθος]], ὁ, [[εἶδος]] λίθου, [[ὅστις]] ὑγρανθεὶς καὶ τριβόμενος παράγει χυμόν τινα γαλακτώδη, Διοσκ. 5. 150· [[ὡσαύτως]] γαλακτὶς [[πέτρα]] Ὀρφ. Λιθ. 2. 11· πρβλ. [[γαλαξίας]] ΙΙ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=ο ([[γαλακτίτης]]) [[γάλα]]<br />[[είδος]] λίθου που βγάζει γαλακτώδες [[υγρό]] όταν βραχεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φυτό]] της οικογένειας τών συνθέτων που μοιάζει με το [[γαϊδουράγκαθο]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ] λίθος, stone
A which makes water milky, Dsc.5.132.
II γαλακτίτης, = γαλακτίς II, Glossaria.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ I mineral.
1 galactita Dsc.5.132, Plin.HN 37.162, Solin.7.3, Veg.Mul.3.12.3, Cat.Cod.Astr.9(2).151, Orph.L.2 tít.
2 greda Plin.HN 37.162.
3 esmeralda de vetas blancas, Plin.HN 37.162.
II bot. lecherina, tésula redonda, Euphorbia peplus L. Gloss.3.564.
German (Pape)
[Seite 471] λίθος Orph. Lith. 2; Diosc. ein Stein, der angefeuchtet gerieben einen Milchsaft giebt, vgl. γαλαξίας.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτίτης: λίθος, ὁ, εἶδος λίθου, ὅστις ὑγρανθεὶς καὶ τριβόμενος παράγει χυμόν τινα γαλακτώδη, Διοσκ. 5. 150· ὡσαύτως γαλακτὶς πέτρα Ὀρφ. Λιθ. 2. 11· πρβλ. γαλαξίας ΙΙ.
Greek Monolingual
ο (γαλακτίτης) γάλα
είδος λίθου που βγάζει γαλακτώδες υγρό όταν βραχεί
νεοελλ.
φυτό της οικογένειας τών συνθέτων που μοιάζει με το γαϊδουράγκαθο.