ἐθελοπρόξενος: Difference between revisions
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
(big3_13) |
(CSV import) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=etheloproksenos | |Transliteration C=etheloproksenos | ||
|Beta Code=e)qelopro/cenos | |Beta Code=e)qelopro/cenos | ||
|Definition= | |Definition=ἐθελοπρόξενον, [[one who voluntarily charges himself with the office of]] [[πρόξενος]] ([[quod vide|q.v.]]) to a foreigner or foreign state, Th.3.70. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ [[próxeno voluntario o espontáneo]] τῶν Ἀθηναίων tal vez por oposición al hereditario, Th.3.70. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0718.png Seite 718]] der sich selbst zum [[πρόξενος]] einer Stadt macht, ohne dazu erwählt u. beauftragt zu sein, Thuc. 3, 70. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0718.png Seite 718]] der sich selbst zum [[πρόξενος]] einer Stadt macht, ohne dazu erwählt u. beauftragt zu sein, Thuc. 3, 70. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[proxène volontaire]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐθέλω]], [[πρόξενος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐθελοπρόξενος:''' ὁ [[добровольно принимающий на себя обязанности проксена]] Thuc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐθελοπρόξενος''': -ον, «ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] γενόμενος ([[πρόξενος]]) καὶ μὴ κελευσθεὶς ἐκ τῆς πόλεως· οἱ γὰρ πρόξενοι κελευόμενοι ἐκ τῆς ἑαυτῶν πόλεως ἐγίνοντο» Σουΐδ.· - ἧν γὰρ Πειθίας ἐθελοπρόξενός τε τῶν Ἀθηναίων κτλ. Θουκ. 3. 70. | |lstext='''ἐθελοπρόξενος''': -ον, «ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] γενόμενος ([[πρόξενος]]) καὶ μὴ κελευσθεὶς ἐκ τῆς πόλεως· οἱ γὰρ πρόξενοι κελευόμενοι ἐκ τῆς ἑαυτῶν πόλεως ἐγίνοντο» Σουΐδ.· - ἧν γὰρ Πειθίας ἐθελοπρόξενός τε τῶν Ἀθηναίων κτλ. Θουκ. 3. 70. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[ἐθελοπρόξενος]], ο (Α)<br />αυτός που γίνεται [[πρόξενος]] [[μόνος]] του [[χωρίς]] να του ζητηθεί από την [[πόλη]] την οποία εκπροσωπεί. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐθελοπρόξενος:''' -ον, αυτός που εκούσια (από [[μόνος]] του) προσφέρεται για το [[αξίωμα]] του <i>προξένου</i> (βλ. αυτ.), σε Θουκ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐθελο-[[πρόξενος]], ον<br />one who [[voluntarily]] charges [[himself]] with the [[office]] of [[πρόξενος]] ([[quod vide|q.v.]]), Thuc. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{lxth | ||
| | |lthtxt=''[[voluntarius hospes publicus]]'', [[voluntary public guest]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.70.3/ 3.70.3] (<i>de Pythia Corcyraeo</i> <i>concerning the Corcyrean Pythias</i>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:33, 16 November 2024
English (LSJ)
ἐθελοπρόξενον, one who voluntarily charges himself with the office of πρόξενος (q.v.) to a foreigner or foreign state, Th.3.70.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ próxeno voluntario o espontáneo τῶν Ἀθηναίων tal vez por oposición al hereditario, Th.3.70.
German (Pape)
[Seite 718] der sich selbst zum πρόξενος einer Stadt macht, ohne dazu erwählt u. beauftragt zu sein, Thuc. 3, 70.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
proxène volontaire.
Étymologie: ἐθέλω, πρόξενος.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελοπρόξενος: ὁ добровольно принимающий на себя обязанности проксена Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελοπρόξενος: -ον, «ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ γενόμενος (πρόξενος) καὶ μὴ κελευσθεὶς ἐκ τῆς πόλεως· οἱ γὰρ πρόξενοι κελευόμενοι ἐκ τῆς ἑαυτῶν πόλεως ἐγίνοντο» Σουΐδ.· - ἧν γὰρ Πειθίας ἐθελοπρόξενός τε τῶν Ἀθηναίων κτλ. Θουκ. 3. 70.
Greek Monolingual
ἐθελοπρόξενος, ο (Α)
αυτός που γίνεται πρόξενος μόνος του χωρίς να του ζητηθεί από την πόλη την οποία εκπροσωπεί.
Greek Monotonic
ἐθελοπρόξενος: -ον, αυτός που εκούσια (από μόνος του) προσφέρεται για το αξίωμα του προξένου (βλ. αυτ.), σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐθελο-πρόξενος, ον
one who voluntarily charges himself with the office of πρόξενος (q.v.), Thuc.
Lexicon Thucydideum
voluntarius hospes publicus, voluntary public guest, 3.70.3 (de Pythia Corcyraeo concerning the Corcyrean Pythias).