γνάθων: Difference between revisions
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(big3_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gnathon | |Transliteration C=gnathon | ||
|Beta Code=gna/qwn | |Beta Code=gna/qwn | ||
|Definition=ωνος, ὁ, | |Definition=ωνος, ὁ, [[full-mouth]], pr. n. of a parasite, Plu.2.707e, Longus4.16:—also [[Γναθωνάριον]], ibid.: Γναθωνίδης Luc.''Tim.''45. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=αὔλημά τι ἢ [[ἀναφύσημα]] Phot.γ 161. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γνάθων''': -ωνος, ὁ, ὁ ἔχων ἐξωγκωμένας παρειάς, ὁ ἔχων πλῆρες τὸ [[στόμα]]· παρὰ μεταγ. κωμ. ὡς κύριον [[ὄνομα]] παρασίτου, Πλούτ. 707Ε, Λόγγ. 4, 10 κ. ἀλλ., Ἀλκίφρ. 3, 34, Plaut., Terent., πρβλ. γνάθος. | |lstext='''γνάθων''': -ωνος, ὁ, ὁ ἔχων ἐξωγκωμένας παρειάς, ὁ ἔχων πλῆρες τὸ [[στόμα]]· παρὰ μεταγ. κωμ. ὡς κύριον [[ὄνομα]] παρασίτου, Πλούτ. 707Ε, Λόγγ. 4, 10 κ. ἀλλ., Ἀλκίφρ. 3, 34, Plaut., Terent., πρβλ. γνάθος. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{pape | ||
| | |ptext=ωνος, ὁ, <i>[[Pausback]]</i>, als [[Eigenname]] von [[Parasiten]], Plut. und Comici. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:16, 25 August 2023
English (LSJ)
ωνος, ὁ, full-mouth, pr. n. of a parasite, Plu.2.707e, Longus4.16:—also Γναθωνάριον, ibid.: Γναθωνίδης Luc.Tim.45.
Spanish (DGE)
αὔλημά τι ἢ ἀναφύσημα Phot.γ 161.
Greek (Liddell-Scott)
γνάθων: -ωνος, ὁ, ὁ ἔχων ἐξωγκωμένας παρειάς, ὁ ἔχων πλῆρες τὸ στόμα· παρὰ μεταγ. κωμ. ὡς κύριον ὄνομα παρασίτου, Πλούτ. 707Ε, Λόγγ. 4, 10 κ. ἀλλ., Ἀλκίφρ. 3, 34, Plaut., Terent., πρβλ. γνάθος.
German (Pape)
ωνος, ὁ, Pausback, als Eigenname von Parasiten, Plut. und Comici.