αὐτόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
(big3_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aftomorfos
|Transliteration C=aftomorfos
|Beta Code=au)to/morfos
|Beta Code=au)to/morfos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">self-formed, natural</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>125</span>.</span>
|Definition=αὐτόμορφον, [[self-formed]], [[natural]], E.''Fr.''125.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[moldeado por sí mismo]], e.d. [[natural]] ἐξ αὐτομόρφων λαΐνων τυκισμάτων ... [[ἄγαλμα]] E.<i>Fr</i>.125.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτόμορφος:''' [[природный]], [[естественный]] (τυκίσματα Eur. - [[varia lectio|v.l.]] τειχίσματα).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτόμορφος''': -ον, [[αὐτοσχημάτιστος]], [[φυσικός]], Εὐρ. Ἀποσπ. 124.
|lstext='''αὐτόμορφος''': -ον, [[αὐτοσχημάτιστος]], [[φυσικός]], Εὐρ. Ἀποσπ. 124.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ον<br />[[moldeado por sí mismo]], e.d. [[natural]] ἐξ αὐτομόρφων λαΐνων τυκισμάτων ... [[ἄγαλμα]] E.<i>Fr</i>.125.
|mltxt=-η, -ο (Α [[αὐτόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει δική του [[μορφή]], που δεν μοιάζει με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που πήρε [[μόνος]] του [[μορφή]], [[φυσικός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόμορφος Medium diacritics: αὐτόμορφος Low diacritics: αυτόμορφος Capitals: ΑΥΤΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: autómorphos Transliteration B: automorphos Transliteration C: aftomorfos Beta Code: au)to/morfos

English (LSJ)

αὐτόμορφον, self-formed, natural, E.Fr.125.

Spanish (DGE)

-ον
moldeado por sí mismo, e.d. natural ἐξ αὐτομόρφων λαΐνων τυκισμάτων ... ἄγαλμα E.Fr.125.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόμορφος: природный, естественный (τυκίσματα Eur. - v.l. τειχίσματα).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόμορφος: -ον, αὐτοσχημάτιστος, φυσικός, Εὐρ. Ἀποσπ. 124.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α αὐτόμορφος, -ον)
αυτός που έχει δική του μορφή, που δεν μοιάζει με άλλον
αρχ.
αυτός που πήρε μόνος του μορφή, φυσικός.