πολύπολις: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(10) |
m (Text replacement - "Ion. ιος" to "Ion. -ιος") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=πολῠ́πολις | ||
|Medium diacritics=πολύπολις | |Medium diacritics=πολύπολις | ||
|Low diacritics=πολύπολις | |Low diacritics=πολύπολις | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polypolis | |Transliteration C=polypolis | ||
|Beta Code=polu/polis | |Beta Code=polu/polis | ||
|Definition=εως, Ion. ιος, ὁ, ἡ, poet. πολύπτ-, < | |Definition=-εως, Ion. -ιος, ὁ, ἡ, ''poet.'' [[πολύπτολις]], [[with many cities]], Call.''Dian.''225; ἡ π. Ἀλεξάνδρεια [[a congeries of cities]], Ph.2.541. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0669.png Seite 669]] ὁ, ἡ, mit vielen Städten; [[χώρα]], Poll. 9, 27; Eust. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πολύπολις''': -εως, Ἰων. ιος, ὁ, ἡ, ποιητ. πολύπτ-, ὁ ἔχων πολλὰς πόλεις, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 255· τῆς μεγαλοπόλεως ἢ πολυπόλεως Ἀλεξανδρείας Φίλων 2. 541. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εως και ιων. τ. -ιος και επικ. τ. [[πολύπτολις]], ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> (για θεό) αυτός που έχει πολλές πόλεις, που [[είναι]] [[πολιούχος]] σε πολλές πόλεις<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]]) αυτή που απαρτίζεται από πολλές συνοικίες, [[μεγαλούπολη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]] / [[πτόλις]] (<b>πρβλ.</b> <i>δικαιό</i>-<i>πολις</i>, [[μεγαλό]]-<i>πολις</i>)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:58, 16 September 2023
English (LSJ)
-εως, Ion. -ιος, ὁ, ἡ, poet. πολύπτολις, with many cities, Call.Dian.225; ἡ π. Ἀλεξάνδρεια a congeries of cities, Ph.2.541.
German (Pape)
[Seite 669] ὁ, ἡ, mit vielen Städten; χώρα, Poll. 9, 27; Eust.
Greek (Liddell-Scott)
πολύπολις: -εως, Ἰων. ιος, ὁ, ἡ, ποιητ. πολύπτ-, ὁ ἔχων πολλὰς πόλεις, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 255· τῆς μεγαλοπόλεως ἢ πολυπόλεως Ἀλεξανδρείας Φίλων 2. 541.
Greek Monolingual
-εως και ιων. τ. -ιος και επικ. τ. πολύπτολις, ὁ, ἡ, Α
1. (για θεό) αυτός που έχει πολλές πόλεις, που είναι πολιούχος σε πολλές πόλεις
2. (για πόλη) αυτή που απαρτίζεται από πολλές συνοικίες, μεγαλούπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πόλις / πτόλις (πρβλ. δικαιό-πολις, μεγαλό-πολις)].