ἀνακόλλημα: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
(big3_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anakollima
|Transliteration C=anakollima
|Beta Code=a)nako/llhma
|Beta Code=a)nako/llhma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">adhesive plaster</b>, Dsc.2.135, <span class="bibl">Aët.7.70</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[adhesive plaster]], Dsc.2.135, Aët.7.70.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[venda o emplasto adhesivo]] Dsc.2.135, <i>Eup</i>.1.50, Asclep.Iun. en Gal.12.726, Heraclid. en Gal.12.741, Crit.Hist. en Gal.13.788, Aët.7.70.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 19:
|lstext='''ἀνακόλλημα''': τό, τὸ ἐπικεκολλημένον, Διοσκ. 2. 164.
|lstext='''ἀνακόλλημα''': τό, τὸ ἐπικεκολλημένον, Διοσκ. 2. 164.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[venda o emplasto adhesivo]] Dsc.2.135, <i>Eup</i>.1.50, Asclep.Iun. en Gal.12.726, Heraclid. en Gal.12.741, Crit.Hist. en Gal.13.788, Aët.7.70.
|mltxt=το (Α [[ἀνακόλλημα]]) [[ἀνακολλῶ]]<br />αυτό που κολλιέται [[επάνω]] σε κάποια [[επιφάνεια]] και ειδικότερα το [[έμπλαστρο]] που κολλιέται [[επάνω]] στο [[δέρμα]] για θεραπευτικούς λόγους, [[κατάπλασμα]], [[μπλάστρι]].
}}
}}

Latest revision as of 12:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακόλλημα Medium diacritics: ἀνακόλλημα Low diacritics: ανακόλλημα Capitals: ΑΝΑΚΟΛΛΗΜΑ
Transliteration A: anakóllēma Transliteration B: anakollēma Transliteration C: anakollima Beta Code: a)nako/llhma

English (LSJ)

-ατος, τό, adhesive plaster, Dsc.2.135, Aët.7.70.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
venda o emplasto adhesivo Dsc.2.135, Eup.1.50, Asclep.Iun. en Gal.12.726, Heraclid. en Gal.12.741, Crit.Hist. en Gal.13.788, Aët.7.70.

German (Pape)

[Seite 193] τό, das Angeleimte, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακόλλημα: τό, τὸ ἐπικεκολλημένον, Διοσκ. 2. 164.

Greek Monolingual

το (Α ἀνακόλλημα) ἀνακολλῶ
αυτό που κολλιέται επάνω σε κάποια επιφάνεια και ειδικότερα το έμπλαστρο που κολλιέται επάνω στο δέρμα για θεραπευτικούς λόγους, κατάπλασμα, μπλάστρι.