ἀπείλλω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
(big3_5)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apeillo
|Transliteration C=apeillo
|Beta Code=a)pei/llw
|Beta Code=a)pei/llw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[ἀπίλλω]].</span>
|Definition=v. [[ἀπίλλω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀπίλλω]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0284.png Seite 284]] v. l. für [[ἀπίλλω]], w. m. s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0284.png Seite 284]] [[varia lectio|v.l.]] für [[ἀπίλλω]], w. m. s.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἀπειλέω]]²;<br /><i>c.</i> [[ἀπίλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπείλλω:''' Lys. [[varia lectio|v.l.]] = [[ἀπίλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπείλλω''': ὅμοιον τῷ [[ἀπειλέω]], ἀπωθῶ, ὠθῶ [[ὀπίσω]], ἀλλ’ εὕρηται πιθανῶς μόνον ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἀττικῇ δικανικῇ φράσει, [[ὅστις]] ἀπείλλῃ (ἀπίλλῃ, Scheibe) τῇ θύρᾳ, [[ὅστις]] κλείει τὴν ὁδὸν διὰ θύρας, παρὰ Λυσ. 117. 37· πρβλ. [[ἐξείλλω]], Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. εἰλεῖν 10.
|lstext='''ἀπείλλω''': ὅμοιον τῷ [[ἀπειλέω]], ἀπωθῶ, ὠθῶ [[ὀπίσω]], ἀλλ’ εὕρηται πιθανῶς μόνον ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἀττικῇ δικανικῇ φράσει, [[ὅστις]] ἀπείλλῃ (ἀπίλλῃ, Scheibe) τῇ θύρᾳ, [[ὅστις]] κλείει τὴν ὁδὸν διὰ θύρας, παρὰ Λυσ. 117. 37· πρβλ. [[ἐξείλλω]], Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. εἰλεῖν 10.
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=<i>c.</i> [[ἀπειλέω]]²;<br /><i>c.</i> [[ἀπίλλω]].
|lsmtext='''ἀπείλλω:''' ή -[[είλω]], = [[ἀπειλέω]], [[φράζω]] το δρόμο, [[προβάλλω]] προσκόμματα, σε Λυσ.
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀπίλλω]].
}}
}}

Latest revision as of 18:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπείλλω Medium diacritics: ἀπείλλω Low diacritics: απείλλω Capitals: ΑΠΕΙΛΛΩ
Transliteration A: apeíllō Transliteration B: apeillō Transliteration C: apeillo Beta Code: a)pei/llw

English (LSJ)

v. ἀπίλλω.

Spanish (DGE)

v. ἀπίλλω.

German (Pape)

[Seite 284] v.l. für ἀπίλλω, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

c. ἀπειλέω²;
c. ἀπίλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπείλλω: Lys. v.l. = ἀπίλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπείλλω: ὅμοιον τῷ ἀπειλέω, ἀπωθῶ, ὠθῶ ὀπίσω, ἀλλ’ εὕρηται πιθανῶς μόνον ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἀττικῇ δικανικῇ φράσει, ὅστις ἀπείλλῃ (ἀπίλλῃ, Scheibe) τῇ θύρᾳ, ὅστις κλείει τὴν ὁδὸν διὰ θύρας, παρὰ Λυσ. 117. 37· πρβλ. ἐξείλλω, Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. εἰλεῖν 10.

Greek Monotonic

ἀπείλλω: ή -είλω, = ἀπειλέω, φράζω το δρόμο, προβάλλω προσκόμματα, σε Λυσ.