ἀργυρισμός: Difference between revisions
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
(big3_6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=argyrismos | |Transliteration C=argyrismos | ||
|Beta Code=a)rgurismo/s | |Beta Code=a)rgurismo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[getting money]], Str.7.3.7, Ph.1.145, al., D.C.59.15; ἀργυρισμοῦ πρόφασιν ''OGI''669.37 (Egypt, i A.D.); ἐπ' ἀργυρισμῷ ''Sammelb.''4416.11 (ii A.D.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[afán de lucro]], [[enriquecimiento]] ἐν ... τῷ ἀργυρισμῷ ζεῖν Str.7.3.7, ἐπιτηδεύσεις, αἷς πρὸς ἀργυρισμὸν ἠξίου χρῆσθαι Ph.1.145, ἀφορμὴν ἀργυρισμοῦ ἐπενόησε D.C.59.15.3, cf. <i>ITemple of Hibis</i> 4.37 (I d.C.), <i>SB</i> 4416.11 (II d.C.), D.C.60.32.3, Poll.4.47<br /><b class="num">•</b>[[recaudación de dinero]], <i>PMasp</i>.139.1.1, 139.5re.17, 139.5ue.1 (VI d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[valoración en plata]] op. [[δηναρισμὸς]] Epiph.Const.<i>Mens</i>.M.43.292A. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργῠρισμός''': ὁ, ([[ἀργυρίζομαι]]) [[χρηματισμός]], [[ἀργυρολογία]], τοὺς ἥκιστα ἐν τοῖς συμβολαίοις καὶ τῷ ἀργυρισμῷ ζῶντας Στράβ. 300· τρίτην τοιαύτην ἀφορμὴν ἀργυρισμοῦ ἐπενόησε Δίων Κ. 59. 15· οὐδὲν οὐδὲ… τῶν ἀτιμοτάτων ἐπ’ ἀργυρισμῷ παραλείπουσα ὁ αὐτ. 60. 32· | |lstext='''ἀργῠρισμός''': ὁ, ([[ἀργυρίζομαι]]) [[χρηματισμός]], [[ἀργυρολογία]], τοὺς ἥκιστα ἐν τοῖς συμβολαίοις καὶ τῷ ἀργυρισμῷ ζῶντας Στράβ. 300· τρίτην τοιαύτην ἀφορμὴν ἀργυρισμοῦ ἐπενόησε Δίων Κ. 59. 15· οὐδὲν οὐδὲ… τῶν ἀτιμοτάτων ἐπ’ ἀργυρισμῷ παραλείπουσα ὁ αὐτ. 60. 32· συχν. παρὰ Φίλωνι, ἀργυρισμοῦ πρόφασιν καταλείπων ἑαυτῷ Ἐπιγρ. Αἰγ. ἐν Συλλογ. Ἐπιγρ. 4957. 37. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀργυρισμός]], ο (Α) [[αργυρίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> η [[αργυρίαση]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[κερδοσκοπία]], ο [[χρηματισμός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{pape | ||
| | |ptext=ὁ, <i>das [[Versilbern]], [[Gelderwerb]]</i>, Dion.Hal.; Strab. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, getting money, Str.7.3.7, Ph.1.145, al., D.C.59.15; ἀργυρισμοῦ πρόφασιν OGI669.37 (Egypt, i A.D.); ἐπ' ἀργυρισμῷ Sammelb.4416.11 (ii A.D.).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 afán de lucro, enriquecimiento ἐν ... τῷ ἀργυρισμῷ ζεῖν Str.7.3.7, ἐπιτηδεύσεις, αἷς πρὸς ἀργυρισμὸν ἠξίου χρῆσθαι Ph.1.145, ἀφορμὴν ἀργυρισμοῦ ἐπενόησε D.C.59.15.3, cf. ITemple of Hibis 4.37 (I d.C.), SB 4416.11 (II d.C.), D.C.60.32.3, Poll.4.47
•recaudación de dinero, PMasp.139.1.1, 139.5re.17, 139.5ue.1 (VI d.C.).
2 valoración en plata op. δηναρισμὸς Epiph.Const.Mens.M.43.292A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρισμός: ὁ, (ἀργυρίζομαι) χρηματισμός, ἀργυρολογία, τοὺς ἥκιστα ἐν τοῖς συμβολαίοις καὶ τῷ ἀργυρισμῷ ζῶντας Στράβ. 300· τρίτην τοιαύτην ἀφορμὴν ἀργυρισμοῦ ἐπενόησε Δίων Κ. 59. 15· οὐδὲν οὐδὲ… τῶν ἀτιμοτάτων ἐπ’ ἀργυρισμῷ παραλείπουσα ὁ αὐτ. 60. 32· συχν. παρὰ Φίλωνι, ἀργυρισμοῦ πρόφασιν καταλείπων ἑαυτῷ Ἐπιγρ. Αἰγ. ἐν Συλλογ. Ἐπιγρ. 4957. 37.
Greek Monolingual
ἀργυρισμός, ο (Α) αργυρίζομαι
νεοελλ.
ιατρ. η αργυρίαση
αρχ.
η κερδοσκοπία, ο χρηματισμός.
German (Pape)
ὁ, das Versilbern, Gelderwerb, Dion.Hal.; Strab.