γέμισμα: Difference between revisions
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(big3_9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gemisma | |Transliteration C=gemisma | ||
|Beta Code=ge/misma | |Beta Code=ge/misma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, gloss on [[γέμος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό [[carga]], [[fardo]] Hsch.s.u. [[γέμος]]. | |dgtxt=-ματος, τό [[carga]], [[fardo]] Hsch.s.u. [[γέμος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Μ [[γέμισμα]]) [[γεμίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να γεμίζει [[κανείς]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> το υλικό με το οποίο γεμίζει [[κανείς]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «το [[γέμισμα]] του φεγγαριού» — η [[γέμιση]] του φεγγαριού<br /><b>4.</b> <b>στρατ.</b> η [[ποσότητα]] της πυρίτιδας ή άλλης εκρηκτικής ύλης που [[είναι]] απαραίτητη για την [[εκτόξευση]] του βλήματος από το [[πυροβόλο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[πληρότητα]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:33, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, gloss on γέμος, Hsch.
Spanish (DGE)
-ματος, τό carga, fardo Hsch.s.u. γέμος.
Greek Monolingual
το (Μ γέμισμα) γεμίζω
νεοελλ.
1. το να γεμίζει κανείς κάτι με κάτι άλλο
2. το υλικό με το οποίο γεμίζει κανείς κάτι
3. φρ. «το γέμισμα του φεγγαριού» — η γέμιση του φεγγαριού
4. στρατ. η ποσότητα της πυρίτιδας ή άλλης εκρηκτικής ύλης που είναι απαραίτητη για την εκτόξευση του βλήματος από το πυροβόλο
μσν.
1. η πληρότητα
2. το σύνολο.